24 Απρ 2011

Παρουσίαση μουσικής
216 Το όνειρο
ΜΕΣΩ ΝΕΦΩΝ
LYRA 1986







Το όνειρο είναι ένα τρυφερό τραγούδι του Θεσσαλονικιού τραγουδοποιού Νίκου Παπάζογλου. Περιλαμβάνεται στον 2ο προσωπικό του δίσκο «Μέσω νεφών».
Του άρεσε του Νίκου Παπάζογλου ο προσεγμένος λόγος. Και πάντα έλεγε ότι το λαϊκό τραγούδι πρέπει να έχει καλό στίχο. Ετσι κι αυτοί που τραγούδησε, είτε ήταν άλλων δημιουργών είτε δικοί του, δεν ήταν λόγος της δισκογραφικής βιασύνης, αλλά των δικών του ρυθμών. Με αίσθημα και εικόνες. Στίχοι που μιλούν για ναυαγούς της ιστορίας, που παίνευαν τη Φύση και τον έρωτα, τη γυναίκα. Λυρικός τραγουδοποιός, διορατικός παραγωγός, ευαίσθητος άνθρωπος, ερμηνευτής με ιδιαίτερη φωνή αγαπήθηκε κι ας μη συμμετείχε ποτέ στο αθηναϊκό μουσικό κατεστημένο... ολιγαρκής και ευαίσθητος, πιστός στην παρέα «η οικογένεια» έλεγε, στις θέσεις και τις αρχές του, τον τρόπο ζωής του. Στην Αθήνα έμενε πάντα στο ίδιο μικρό ξενοδοχείο στην Πλάκα, δεν εξέφραζε παράπονα, δεν του πήγαινε η μεγαλούπολη και οι συνήθειές της, η τηλεόραση, οι συνεντεύξεις.... ήθελε τα ταξίδια, τις αγαπημένες του θάλασσες και τα νησιά ... το σκαρί του... το κτήμα του με το περιβόλι και τα ζώα, τα άλογα... Τα τραγούδια που έγραψε ... ήσαν αισιόδοξα, ελεύθερα, βιωματικά, γεμάτα συναισθήματα, εμπειρίες, αξιοπρέπεια. Απενοχοποίησαν το σώμα από τη μεταπολιτευτική σοβαροφάνεια, το έγδυσαν από τη στερημένη αριστερίλα, το προέτρεψαν να λικνιστεί στην ποίηση... (αποσπάσματα της Γιωτας Συκκα από την Καθημερινή της Κυριακής 24/4/2011)
Ο Νίκος Παπάζογλου ήταν πολύ αγαπητός στο κοινό και θεωρείται ότι άνοιξε το δρόμο και σε πολλούς άλλους Θεσσαλονικείς καλλιτέχνες.

Χτες το βράδυ αργά
ήρθες φώλιασες στο μυαλό μου,
ήσουνα εκεί δίπλα μου, σ' άγγιζα,
χάιδευα τα όμορφα μαλλιά σου
μες στ' όνειρο.
Πάει καιρός που έφυγες.
Ξέρω σου λεν πως σ' έχω ξεχάσει,
μα τα σημάδια μέσα μου
ούτε το ότι είσαι μακριά
ούτε ο καιρός θα σβήσει.
Δάκρυα στα μάτια μου 'ρχονται
κάθε φορά που βλέπω πίσω.
Όσο κι αν ψάξω δεν μπορώ να σ’έβρω,
μα ξέρω κάπου εκεί μες στο πλήθος
θα κρύβεσαι.
Χτες το βράδυ αργά
ξύπνησα τρομαγμένος.
Έτρεχες λέει καβάλα σ' άλογο,
που δεν άφηνε πατημασιές πάνω στο χώμα.

19 Απρ 2011

Παρουσίαση μουσικής
215 Το τραγούδι των παιδιών
ΠΡΕΣΠΕΣ
1966 Προσωπική παραγωγή



7/7

Μελαγχολική μουσική του συνθέτη και μουσικολόγου Κώστα Μυλωνά από την ταινία «Πρέσπες» του Τάκη Χατζόπουλου, που κέρδισε το βραβείο μικρού μήκους ντοκυμαντέρ στο 7ο Φεστιβάλ Θεσ/κης το 1966.
Δεν κυκλοφορεί, αλλά παραχωρήθηκε ευγενικά από τον συνθέτη.

13 Απρ 2011

Παρουσίαση βιβλίου
Η μεταμόρφωση
Φραντς Κάφκα
Εκδ. Ροές 2001


Το πρώτο χρονικά από τα αριστουργήματα του Τσέχου συγγραφέα γράφτηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1912).
Η πρώτη φράση του διηγήματος εισάγει άμεσα τον αναγνώστη στην υπόθεση και καταφέρει αιφνίδια ένα καίριο πλήγμα στον ορθολογισμό του, καθώς καταρρίπτει εξαρχής τις λογικές συμβάσεις και απορρίπτει κάθε απόπειρα ανάλογης αμφισβήτησης. «Οταν ένα πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε τεράστιο ζωύφιο».
Ο Κάφκα θέτει τον συγκεκριμένο παραλογισμό σε ρεαλιστικό πλαίσιο και, σε συνδυασμό με τον επίπεδο ρυθμό της αφήγησης και την έλλειψη συγκινησιακής φόρτισης, εντείνει την υποβλητικότητα του έργου. Το στοιχείο του παραλόγου δηλαδή «αποδυναμώνεται» από τις εκτενέστερες ρεαλιστικές περιγραφές που το συνοδεύουν, διατηρώντας παρ' όλα αυτά την εφιαλτική ιδιοσυστασία του, γεγονός που υποτάσσει τη λογική του αναγνώστη και τον καθιστά μέτοχο της εκτρωματικής ψυχοπαθολογίας του πρωταγωνιστή.
Αντίθετα με τα επόμενα μυθιστορήματα του Κάφκα («Δίκη», «Πύργος», «Αμερική»), όπου η μεταμόρφωση αφορά το περιβάλλον και την καθημερινότητα του πρωταγωνιστή, στη θέα και την παράνοια των οποίων στέκεται έκθαμβος και ανίσχυρος, στον παρόν διήγημα η μεταμόρφωση «παρεισάγεται» στο ίδιο του το σώμα.
Η συνεχής εκμετάλλευση, ο άτεγκτος κρατικός παρεμβατισμός, η γραφειοκρατία, οι ασφυκτικές αξιώσεις και τα στερεότυπα του οικογενειακού περιβάλλοντος, ... αποτελούν τα πρωταίτια της μεταμόρφωσης του πρωταγωνιστή. Ο Γκρέγκορ Σάμσα δεν οικτίρει την τραγική του μοίρα αλλά την αποδέχεται παθητικά, όντας μέρος και συνένοχος του κρατικού μηχανισμού που τον κατατρύχει. Η συναίσθηση της ενοχής του συνίσταται στην ασυνείδητη συμμετοχή του ως προς τη διαμόρφωση μιας ιογενούς πραγματικότητας, γεγονός που μετατρέπει την τιμωρία του σε ένα είδος λύτρωσης και αυτοκάθαρσης.
Η ανελευθερία του εστιάζεται στην ενδοοικογενειακή ψυχολογική βία και στον σύγχρονο κρατικό παρεμβατισμό. Ο πρωταγωνιστής δεν διαθέτει καμία διέξοδο διαφυγής, είτε στραφεί στον πατροπαράδοτο θεσμό της οικογένειας είτε προς τα σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα, καθώς το οικογενειακό του περιβάλλον αποτελεί ουσιαστικά τη μικρογραφία του αντίστοιχου κοινωνικού, που συλλειτουργεί στην καθυπόταξη και την ανελευθερία του. Το πνιγηρό δηλαδή οικογενειακό περιβάλλον προΐσταται είτε ως ανεξάρτητος παράγοντας καταπίεσης, που συνηγορεί και εξυπηρετεί ταυτόχρονα την κοινωνική αδιαλλαξία, είτε συμβολικά, ως μικρογραφία του κοινωνικού ιστού και του κρατικού παρεμβατισμού. Ο Κάφκα επιτυγχάνει τη συγκεκριμένη συνταύτιση από τις πρώτες σελίδες του διηγήματος, με το σύντομο πέρασμα του κρατικού υπαλλήλου -κλασική μορφή των ύστερων έργων του -τον οποίο στη συνέχεια και εξοβελίζει από τον περίκλειστο οικογενειακό χώρο, καθώς η παρουσία του εκεί αποτελεί πλεονασμό.
Οι πόρτες του σπιτιού σφραγίζονται ερμητικά και η ανήλιαγη δυσωδία του χώρου προβάλλει την πνιγηρή αίσθηση της απομόνωσης του ήρωα. Ο ψυχισμός του Γκρέγκορ Σάμσα ανασύρεται στην επιφάνεια και τον καθιστά ένα πλάσμα εκτρωματικό, ανίσχυρο και άβουλο, που προκαλεί απέχθεια στους οικείους του, σ' αυτούς δηλαδή που φέρουν την κύρια ευθύνη γι' αυτή τη μεταμόρφωση. Η οικογένειά του τον «ανέχεται» αλλά δεν τον συντρέχει ουσιαστικά, ενώ από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτή η μεταμόρφωσή του, και παρά το γεγονός ότι διατηρεί ικανότητα ομιλίας, κανείς οικείος δεν του απευθύνει τον λόγο. Η απομόνωσή του συμβολίζει την περιθωριοποίηση των απόκληρων και την έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας. Ο ανθρωπισμός της σύγχρονης κοινωνίας συνίσταται στην ανοχή της ύπαρξης των περιθωριοποιημένων, των μειονοτήτων, των διαφορετικών και όχι στην κατανόηση του ψυχισμού και των προβλημάτων τους.
Η ενδοοικογενειακή, ψυχολογική και σωματική βία που υφίσταται ο πρωταγωνιστής, παράλληλα με τους παραπάνω κοινωνικούς συσχετισμούς, προβάλλει τα οδυνηρά βιώματα του Κάφκα από τον αυταρχικό πατέρα του.
Ο αρχετυπικός μύθος, κατά τον οποίο ο γιος διαδέχεται τον πατέρα μέσω μιας συμβολικής δολοφονίας, αντιστρέφεται. Στη «Μεταμόρφωση», ο ανενεργός και απαθής πατέρας αποπειράται να δολοφονήσει και να αντικαταστήσει τον Γκρέγκορ Σάμσα, με εμμονή και αυτοσκοπό την επανάκτηση της γραφειοκρατικής εργασίας και των εκπορευόμενων αυτής εξουσιών.
Ο Κάφκα μεταμορφώνει τα οδυνηρά βιώματά του σε ένα λογοτεχνικό κειμήλιο θλίψης, αυτοσαρκασμού και τρόμου, γραμμένο με παιδική «αφέλεια» και συγγραφική ιδιοφυΐα, βγαλμένο από τα άδυτα ενός προσωπικού και ταυτόχρονα συλλογικού -ανθρώπινου εφιάλτη.
(Από τον Γιάννη Ε. Στάμο Enet.gr)

«Ποιητική της ασφυξίας»
«Ξυπνώντας κάποιο πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο». Η αμφιθυμία (εφιάλτης ή φάρσα;) που δημιουργεί η διάσημη αρχή της ιστορίας επιχειρείται να διατηρηθεί μέχρι τέλους, αφού καθόλου δεν απασχολεί τον αφηγητή το αυτονόητο: Το πώς, δηλαδή, και το γιατί της παράλογης εξέλιξης. Διατηρώντας εξωφρενικά χαμηλά τους τόνους της αφήγησης, και ενώ η δράση μέχρι λίγο πριν από τη λήξη της εκτυλίσσεται αποκλειστικά εντός των τοίχων του διαμερίσματος μιας αστικής πολυκατοικίας, ο Κάφκα μας δίνει ένα αριστοτεχνικό δείγμα αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ποιητική της ασφυξίας». Η μετάφραση της Ζαχαριάδου ανταποκρίνεται επάξια στον ιδιαίτερο τόνο, τον συστατικό για την ατμόσφαιρα του πρωτοτύπου, χωρίς να προδίδει και την κατά περιεχόμενο ακρίβεια.
Ο άξιος γιος, ο αίρων τα βάρη (και τις αμαρτίες) του πατέρα μεταμορφώνεται. Η πρώτη πράξη της μεταμόρφωσης τον καθαιρεί ήδη από το τιμημένο αξίωμα του νεροκουβαλητή, του αφαιρεί μια για πάντα την επαγγελματική του ιδιότητα. Η αστυνομική σχεδόν παρουσία και, εν συνεχεία, η πανηγυρική αποχώρηση του «επιστάτη» επικυρώνει την καθαίρεση και από μιαν ανώτατη αρχή, τον εργοδότη. Αλλά ο μεταμορφωμένος δεν εκπλήσσεται. Είναι μάλιστα ο μόνος που δεν βαρυγκομά από την αρχή ώς το τέλος για την παράλογη αυτή εξέλιξη.
Η στάση αυτή δίνει, νομίζουμε, το κλειδί για την ανάγνωση της ιστορίας, με δύο τρόπους. Πρώτον, υποβάλλοντας στον αναγνώστη αμφιβολία. Ναι μεν αυτό που συμβαίνει (η ανεξήγητη μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε βρωμερό σκαθάρι) είναι αναμφισβήτητα μεγάλο κακό και αίτιο των συμφορών που επέρχονται, για τον ίδιο τον μεταμορφωμένο όμως το πράγμα φαίνεται κάπως διαφορετικό. Δεν εξανίσταται. Δεν αναρωτιέται. Υπομένει στωικά και με κάποια ανωτερότητα την άδικη μοίρα του. Γνωρίζει άραγε κάτι που εμείς οι άλλοι αγνοούμε; Τιμωρείται για μιαν αόριστη αλλά βαθιά εσωτερικευμένη ενοχή; (Μοτίβο γνωστό και από τα μυθιστορήματα του συγγραφέα.) Η πίκρα και η οργή με τις οποίες τον αντιμετωπίζουν οι δικοί του (ακόμα και η τρυφερή αδερφή με την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία συντάσσεται εντέλει με αυτή την άτεγκτη αντιμετώπιση) μοιάζουν να απαγγέλλουν μια κατηγορία που και ο ίδιος εντέλει αποδέχεται. Ας πρόσεχε, ας μη μεταμορφωνόταν… Μιας και το «έπραξε» όμως, θα τιμωρηθεί με τη μεγαλύτερη σκληρότητα, θα αφεθεί να πεθάνει από τη βρώμα και την ασιτία.
Η υπονόμευση του πρωταγωνιστή–σκαθαριού - Γκρέγκορ Σάμσα, που παραμένει μέχρι το τέλος αξεκαθάριστος λογαριασμός, υποβάλλει, δεύτερον, μια λεπτότατη, καφκική, αίσθηση του τραγικού. Ο γιος μεταμορφώνεται νομοτελειακά. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η οικογένεια τον αποβάλλει, τον καταδικάζει σε θάνατο. Μετά τον θάνατό του η οικογένεια ανακουφίζεται. Ο κλειστός σκονισμένος κόσμος του διαμερίσματος ανοίγει στο φως της εξοχής, στην επικείμενη ερωτική ένωση της αδερφής με κάποιον μέλλοντα σύζυγο. Ο,τι αρχίζει ως αξεδιάλυτος εφιάλτης στους βρόγχους των σεντονιών εκλύεται ως καλό όνειρο των γονιών στην τελευταία φράση, με ένα χαριτωμένο τέντωμα του κορμιού της αδερφής. Της αδερφής που δεν μέλλεται να εκπληρώσει τα καλλιτεχνικά όνειρα του αιθεροβάμονος σκαθαριού. Το τέντωμα του κορμιού της δεν προοιωνίζεται τη μελλοντική καριέρα της χαρισματικής βιολονίστας αλλά την επωφελή –για όλη την οικογένεια– παντρειά μ’ έναν καλό γαμπρό!
Η ενδοοικογενειακή φρίκη
Κάπως έτσι θα πρέπει να μοιάζουν τα έγκατα της φάρσας, την κατάδυση στα οποία αποδίδει ο Κούντερα ως εύσημο στον συγγραφέα της «Δίκης». Πλάι ωστόσο στη δημόσια φρίκη των μηχανισμών, των κτιρίων, των αδιαφανών θεσμικών συμπλεγμάτων που κυριαρχεί στα μυθιστορήματά του, ο Κάφκα επιδίδεται στη «Μεταμόρφωση» και στη μελέτη της ιδιωτικής φρίκης, της ενδοοικογενειακής, θα λέγαμε σήμερα, φρίκης: Η βία εις βάρος του διαφορετικού και του αδύναμου, η εξόντωση της προσωπικότητάς του, που ασκείται από τα προσφιλή του πρόσωπα. Δεν είναι λοιπόν σίγουρο πως, μ’ όλη τη σκηνοθεσία της φάρσας, ο Κάφκα της «Μεταμόρφωσης» σχίζει τον κατά Κούντερα «πέπλο του τραγικού» με τον τρόπο που το πράττει ο Κάφκα των μεγαλύτερων αφηγήσεων…
(Tης Μαριας Τοπαλη Καθημερινή)

8 Απρ 2011

Παρουσίαση μουσικής
214 Πεταλούδα
TΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ
1981-1996 PHILIPS-POLYGRAM

4/11



Μουσική του συνθέτη Γιώργου Χατζηνάσιου από τη θεατρική παράσταση της Παιδικής Σκηνής "Χαρταετός" σε κείμενο της Lea Smoulders. Την ελληνική προσαρμογή του κειμένου, τους στίχους και την αφήγηση έκανε η Μαρία Γκόπη. Την παράσταση σκηνοθέτησε ο Κώστας Αριστόπουλος. Το συγκεκριμένο κομμάτι με τρυφερούς, υπέροχους στίχους ερμηνεύει η Βάσια Ζήλου. (ευγενική προσφορά του Δ. Κωστούλα)

Ήμουνα τριών λεπτών όταν η μανούλα μου
μούπε πως μεγάλωσα πως πρέπει να πετάξω.
Έτρεμαν τα πόδια μου, έτρεμε η καρδούλα μου,
πώς θα τα κατάφερνα ως πέρα εκεί να φτάσω;
Πέταξα δειλά πολύ σε μια μαργαρίτα,
ύστερα ξεθάρρεψα ως ένα γιασεμί.
Ένα μου χαμήλωμα σ’ ένα ροζ κρινάκι
απ’ το δίχτυ μ’ έσωσε που είχε ένα παιδάκι.

2 Απρ 2011

Παρουσίαση μουσικής
213 Η παράσταση
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΜΑΚΡΙΑ
2007 POLYTROPON-UNIVERSAL

8/10

Στον δίσκο αυτό ο συνθέτης Κώστας Μπραβάκης στέκεται με προβληματισμό και μια διάθεση κριτικής στις σύγχρονες δομές του κοινωνικού ιστού. Πρόκειται για έναν «ηλεκτρισμένο» κύκλο τραγουδιών τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά, έναν ιδιαίτερο τρόπο ανάγνωσης της καθημερινής πραγματικότητας. Ακόμα και ο πιο αισιόδοξος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να στέκεται αμήχανος μπροστά στην εικόνα της σημερινής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που υπόσχεται παραδείσους, αλλά διογκώνει ολοένα τα αδιέξοδά της.
Ο ίδιος γράφει: «Κάποιοι μου λένε ότι αυτός ο δίσκος έχει κάτι το απαισιόδοξο, ότι είναι μελαγχολικός και γκρίζος κι εγώ τους απαντώ ότι αυτά μου υπαγορεύει η πραγματικότητα, δε βρίσκω άλλο να γράψω παρά για τις προσωπικές μου εντυπώσεις, για όλα αυτά που εισπράττω καθημερινά. Προσπαθώ να κρίνω όχι μόνο τον κόσμο, μα πρώτα τον εαυτό μου που τον πιάνω μερικές φορές να γλιστράει στην ευδαιμονία του καναπέ.
Με τα τραγούδια αυτά προσπαθώ να θυμηθώ τις μέρες που το τραγούδι ήταν καθημερινός σύντροφός μας, που άνοιγε διάλογο με την κοινωνία και τα προβλήματά της».
Εγκατεστημένος στην Βέροια με την πολυτάλαντη οικογένειά του, διδάσκει και στο ωδείο. «Ευτύχησα να καταφέρω να ζω από τη διδασκαλία της μουσικής κι έτσι να ξεχωρίσω την εργασία απ’ τη δημιουργία.... Εύχομαι σε όλους όσους ασχολούνται με τα ίδια πράγματα, να βρουν τρόπο να ξαναγυρίσουν εκεί όπου ξεκίνησαν. Όταν οι μουσική γι’ αυτούς δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ευχάριστη ενασχόληση, ένα χόμπι». (απoσπάσματα από συνέντευξη του δημιουργού στο Music Heaven)
Στο εσώφυλλο του δίσκου διαβάζουμε: «Δεν ξέρω να σας πω τι ακριβώς συνέβη μα ξαφνικά πρωί-πρωί, όλα άρχισαν να λιώνουν. Οι δρόμοι, τα φανάρια, η όμορφη χοντρή περιπτερού, τα κίτρινα ασθενοφόρα και τα κόκκινα παπάκια, οι φρίζες, οι μαρκίζες και οι ξεκρέμαστες κορνίζες, γίνονταν ένα με την ανήσυχη φωνή του εκφωνητή, τις σειρήνες των περιπολικών και τα συνθήματα, που ξεκόλλησαν απ’ τους τοίχους κι ένα μαύρο ρυάκι ξεχύθηκε στον υπόνομο.
Οι σημαίες, οι οθόνες, τα πλακάτ και οι ρεκλάμες, οι γραβάτες με τα λάπτοπ, όλος ο κόσμος στο μπλέντερ, άρχισαν τα δύσκολα, ο Τσε δεν ήρθε στο ραντεβού, η Μαρία είναι ακόμα στο κομμωτήριο, τα μακαρόνια στο ψυγείο κι ο παράδεισος μακριά…»
Το συγκεκριμένο τραγούδι που «ανοίγει την παράσταση» ερμηνεύει ο συνθέτης και η μικρή του κόρη Νίκη.

Η παράσταση αρχίζει
κι η οθόνη φωσφορίζει

κι από μπρος μου ένας-ένας απροσκάλεστοι περνούν
ευτυχείς σημαιοφόροι,
βραχνιασμένοι κανταδόροι

στην ζωή μου ασελγούν.
Όλοι θέλουν να με σώσουν,
από 'μένα να γλιτώσουν
και σαν στοργική μητέρα
απ' την πόρτα κρυφακούν.
Ευγενείς κονδυλοφόροι,
της ανάγκης μισθοφόροι
την ζωή μου ξεπουλούν
.
Όλα γύρω μου αλλάζουν,
με γελούν και με τρομάζουν

με μια γλώσσα δίχως λόγια για παράδεισο μιλούν.
Μασημένη η τροφή τους
για την νέα εποχή τους
να με πείσουν προσπαθούν
.
Κάποια μέρα θα ξυπνήσω
κι όλους θα τους εξηγήσω

πως δεν θέλω άλλο πλέον την ζεστή τους αγκαλιά.
Τα σημάδια μου θα σβήσω
και την πόρτα μου θα κλείσω

δίχως ήχο και μιλιά.
Η παράσταση αρχίζει
κι η οθόνη φωσφορίζει,
μέχρι το έργο να τελειώσει
εγώ θάχω κοιμηθεί.
Κοίτα να 'ρθεις πριν νυχτώσει,
η εικόνα πριν παγώσει

και το όνειρο χαθεί.