25 Οκτ 2013



Παρουσίαση βιβλίου
Σύντομη ιστορία του Ελληνικού κράτους
Κρεμμυδάς Βασίλης
Εκδόσεις Καλλιγράφος, 2012









Ένα είδος βιβλίου που κανένας έλληνας ιστορικός δεν τολμά (και δεν καταδέχεται) να γράψει και που η ξένη ιστοριογραφία «δανείζει» συστηματικά στην ξιππασμένη ελληνική. Μια ιστορία για το ευρύτερο κοινό, γραμμένη με αφηγηματικό και όχι αυστηρό επιστημονικό λόγο, χωρίς όμως εκπτώσεις στο επιστημονικό της βάθος. Καταξιωμένος καθηγητής οικονομικής ιστορίας, ο καλός φίλος Βασίλης Κρεμμυδάς (γεννημένος το 1935), καλύπτει δυόμισι αιώνες (1750-2004) σε 200 σελίδες, εντάσσοντας την ιστορία του ελληνικού κράτους στο πλαίσιο των γενικότερων μετασχηματισμών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες και νοοτροπίες, με φόντο τις οικονομικές- πολιτικές εξελίξεις και επιλογές και τους εκάστοτε διεθνείς συσχετισμούς, χωρίς να διστάζει να μιλήσει για ευαίσθητα πράγματα και πρόσωπα της εγγύς επικαιρότητας με το όνομά τους.
Ακολουθούν αποσπάσματα από κείμενο του Λυκούργου Αποστόλη (περιοδικό "Σοσιαλισμός από τα Κάτω").
Πράγματι, μπορεί να διαβαστεί από όλους και όλες, ανεξαρτήτως ηλικίας ή μορφωτικού επιπέδου. Δεν θέτει προαπαιτούμενα στους αναγνώστες του.
Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο πλεονέκτημα του, από την άποψη ότι δεν έχει εμφανισθεί μέχρι σήμερα ανάλογο -και τολμηρό- εγχείρημα από Έλληνα επιστήμονα και ερευνητή ιστορικό.
Όπως δηλώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο συγγραφέας στην «Ειδοποίησή» του (σελ. 11), στο βιβλίο αποτυπώνεται «η ματιά του πάνω στην ιστορική ύλη» της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Ασφαλώς, όμως, αυτή η δήλωση έχει την ιδιαίτερη σημασία της, όταν πρόκειται για το βλέμμα ενός έμπειρου ερευνητή κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας, όπως και ενός πανεπιστημιακού με μακρά διδακτική θητεία.
Με δεδομένη την περίσσεια «εθνολογίας» που διέκρινε προσφάτως την εκδοτική παραγωγή άλλων Ελλήνων ιστορικών, το άλλο μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου εμφανίζεται ήδη στον τίτλο του: είναι σημαντικό ότι ο Κρεμμυδάς ενδιαφέρθηκε να παρουσιάσει τη «Σύντομη Ιστορία» είναι του ελληνικού κράτους• όχι του «έθνους» ή γενικώς «της Ελλάδος».
Πρόκειται, δηλαδή, για απόπειρα σκιαγράφησης της πολιτικής ιστορίας της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας. Για ιστοριογραφία που αποπειράται να διερευνήσει το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και του κράτους, όπως αυτό εμφανίσθηκε, διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε μέσα στους τρεις τελευταίους αιώνες στην Ελλάδα.
Με τον συγκεκριμένο τίτλο ο συγγραφέας δηλώνει ότι η πολιτική εξουσία -το ζήτημα του ποιος την έχει, πώς την κέρδισε, ποιος την έχασε- είναι ένα από τα κεντρικά σημεία στο οποίο αποκρυσταλλώνονται οι αντίρροπες και διαμαχόμενες οικονομικές και κοινωνικές δυνάμεις κάθε κοινωνίας μέσα στην ιστορία.
Ο Κρεμμυδάς αυτού του είδους την νεώτερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία αφηγείται. Εντάσσοντας, επιπλέον, στην αφήγηση τα απαραίτητα στοιχεία από το περιβάλλον των ευρύτερων οικονομικών εξελίξεων και μετασχηματισμών των ευρωπαϊκών κοινωνιών, όπως και των εκάστοτε διεθνών συσχετισμών.
Τα τρία πρώτα κεφάλαια αφορούν στην Επανάσταση του 1821, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα. Τα τρία μεσαία κεφάλαια καλύπτουν την περίοδο του αστικού εκσυγχρονισμού επί Χαρίλαου Τρικούπη και Ελευθέριου Βενιζέλου, της εδαφικής και πληθυσμιακής επέκτασης της Ελλάδας μέχρι την Μικρασιατική Καταστροφή και τη Δικτατορία του Μεταξά. Τα τρία τελευταία κεφάλαια είναι αφιερωμένα στην Αντίσταση, το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς και τη Μεταπολίτευση μέχρι την πτώση της κυβέρνησης Σημίτη.
Οι αναγνώστες πρέπει να λάβουν τοις μετρητοίς την προειδοποίηση του ίδιου του συγγραφέα ότι το βιβλίο αποτελεί τη δική του ματιά για το ιστορικό υλικό που πραγματεύεται.
Θα έλεγε κανείς ότι, απ’ αυτή την άποψη, ήδη από τα κεφάλαια που αφορούν στον αστικό εκσυγχρονισμό των αρχών του εικοστού αιώνα, η αδυναμία του βλέμματος δεν είναι του ιστορικού Κρεμμυδά, αλλά πηγάζει από τις υπόρρητες, αλλά σαφώς εκδηλούμενες στο βιβλίο, πολιτικές του αντιλήψεις και πεποιθήσεις.
Οι απορίες, λοιπόν, και οι «ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει», κατά την εύστοχη διατύπωση του Μπρεχτ, στην περίπτωση αυτού του βιβλίου θα μπορούσαν να ξεκινήσουν, για παράδειγμα, ήδη από την περίπτωση του Τρικούπη.
Γιατί, λοιπόν, ενώ ήταν πρωτοπόρο και καινοτομικό το πρόγραμμα των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που επιχείρησε, δεν μπόρεσε ο Τρικούπης να κερδίσει «τη συνειδητή συμμετοχή της κοινωνίας» (σελ. 85) ή «δεν μπόρεσε να πείσει την κοινωνία» (σελ. 87); Για «επικοινωνιακούς λόγους» (σελ.87) ή επειδή «οι συνειδήσεις και οι νοοτροπίες είναι που αλλάζουν τελευταίες» (σελ.85), όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας;
Στη συνέχεια: τι σημαίνει «ο Βενιζέλος έβλεπε ότι έφτανε η ώρα που η Ελλάδα έπρεπε να πολεμήσει, όφειλε να διαθέτει ισχυρό στρατό και, προπάντων, εθνική συσπείρωση -μια κοινωνία, τελικά, χωρίς διχασμούς, χωρίς κραδασμούς και με εθνική ομοψυχία» (σελ.95); Ποια κοινωνική δύναμη έκρινε αυτά τα «πρέπει» και αυτά τα «όφειλε»; Ποιοι ήταν οι πολιτικοί της εκπρόσωποι;
Πολύ περισσότερο, όταν ο ίδιος ο Κρεμμυδάς, ιστορικός που δεν πάσχει από το σύνδρομο της πάντα αμυνόμενης μικρής και αδύναμης Ελλάδας, λίγες σειρές πιο κάτω δεν κρύβει ότι η Ελλάδα ξεκίνησε αιφνιδιαστικά την επίθεση του στρατού της το 1912 με κύριο στόχο τη Θεσσαλονίκη.
Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, αυτού του είδους η πολιτική ανάγνωση του ιστορικού υλικού, αφορά κυρίως στην οκταετία Σημίτη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σημίτης είναι ο πρωθυπουργός που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο: «αντιλαϊκιστής», «γνώστης των πραγματικών προβλημάτων, πραγματικός μεταρρυθμιστής», ο οποίος «δεν μάγευε την κοινωνία με ωραία λόγια, δούλευε για την ευημερία της» και «μεθοδικά» για την ανάπτυξη και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας» (σελ.182).
Ο αναγνώστης κλείνει το βιβλίο και νιώθει ότι βρίσκεται στον αστερισμό ενός είδους ιστοριογραφίας που είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν υπήρξε ποτέ η πρόθεση του Κρεμμυδά ως ιστορικού να υπηρετήσει: του είδους των «μεγάλων ανδρών» ως κύριων δημιουργών της ιστορίας.
Αυτό συμβαίνει επειδή ο συγγραφέας κινείται στη βάση της παραδοχής ότι υπάρχει και προοδευτική, «ειρηνική εθνική ιδεολογία» (σελ.85), δηλαδή ιδεολογία που είναι σε θέση να αποτελέσει τον συνεκτικό ιστό όλων των δυνάμεων του έθνους, δηλαδή όλων των κοινωνικών τάξεων, των διαφορετικών οικονομικών συμφερόντων, των διαφορετικών πολιτικών τους εκφράσεων. Και, άρα, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη.
Αυτό απλώς δεν έγινε ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ στην ιστορία: ο ίδιος ο Κρεμμυδάς γράφει, για παράδειγμα, ότι η περίοδος Τρικούπη επέτρεψε στο ελληνικό κεφάλαιο να ζήσει τη δική του belle époque και να μη βιώσει τόσο οδυνηρά την πτώχευση του 1893 (σελ.88). αντιθέτως, η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας εκείνης της εποχής υπέφερε.

19 Οκτ 2013




Παρουσίαση μουσικής
336. Septet
BASS FAIRY TALES
SUBWAY MUSIC, 2011


8/8

Ένας σημαντικός δίσκος με πρωταγωνιστή το κοντραμπάσο, του συνθέτη Δημήτρη Οικονομάκη, ο οποίος είναι η ψυχή του συγκροτήματος «Ομαδική απόδραση».
Ο ίδιος γράφει:
Το Bass Fairy Tales είναι το αποτέλεσμα της τρίχρονης ενασχόλησής μου με το κοντραμπάσο με δοξάρι. Με δάσκαλο τον Τάκη Καπογιάννη, πρώτο κοντραμπάσο της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.
Ξεκίνησε σαν ένα αστείο στο μάθημα. “Αφού δεν υπάρχουν πολλά ωραία κομμάτια για κοντραμπάσο θα γράψω εγώ.” είπε ο “μαθητής”. Το πρώτο κομμάτι ενθουσίασε τον “δάσκαλο” και σε διάστημα δυο περίπου μηνών το Bass Fairy Tales είχε ολοκληρωθεί. Με τον Καπογιάννη στο δοξάρι και έμενα στο pizzicato και στην κλασική κιθάρα.
Το Bass Fairy Tales διηγείται 8 ιστορίες, αναδεικνύοντας την βαθιά, βραχνή, ρωμαλέα και παραπονιάρικη φωνή του οργάνου. Η πρώτη ιστορία (Solo) είναι ένας μοναχικός περίπατος. Σε κάθε καινούργια ιστορία προστίθεται ένας συνομιλητής : κιθάρα (duet), φλάουτο (trio), ακορντεόν, σαξόφωνο (quartet), πιάνο (quintet), ντραμς (sextet). Η παρέα ολοκληρώνεται με τον ερχομό του όμποε (septet) σε ένα απρόσμενο ζεϊμπέκικο. Για να κλείσει με ένα μοναχικό απολογισμό (Solo pizz).
Το Bass Fairy Tales πλουτίζει την σχετικά φτωχή φιλολογία του κοντραμπάσου. Δεν είναι όμως ένας “μπασιστικός” δίσκος. Το κοντραμπάσο συνδιαλέγεται ισότιμα με τα αλλά όργανα, με μοναδικό γνώμονα τη μουσική πληρότητα.
Το Bass Fairy Tales κινείται στον ευρύτερο χώρο της τζαζ, όσον αφορά την αρμονική αντίληψη, τον αυτοσχεδιασμό και την ρυθμική αίσθηση, αλλά συζητάει με τον Bach, τον Debussy, τον Segovia, τον Piazzola και είναι βουτηγμένο σε ένα λυρικό μεσογειακό ρομαντισμό.
Το Bass Fairy Tales είναι ένας δίσκος συνόλου. Οι εξαιρετικοί μουσικοί, συνταξιδιώτες μου στο μουσικό σχήμα “Απόδραση” και νέοι φίλοι, έδωσαν άλλη πνοή και χρώμα στην αρχική ιδέα. Οι αυτοσχεδιασμοί τους αποτελούν μια πραγματική “σύνθεση μέσα στην σύνθεση”.
Παίζουν οι :
Τάκης Καπογιάννης: κοντραμπάσο με δοξάρι
Δημήτρης Οικονομάκης: κοντραμπάσο πιτσικάτο, κλασική κιθάρα
Σοφία Μαυρογενίδου: φλάουτο
Ηρακλής Βαβάτσικας: ακορντεόν, ακορντίνα
Τάσος Φωτίου: σοπράνο σαξόφωνο
Γιώργος Κατσάνος: πιάνο, βιμπραντονεόν
Σπύρος Μοσχούτης: ντραμς
Ξενοφών Συμβουλίδης: όμποε

15 Οκτ 2013



Παρουσίαση μουσικής
335. Μιά Παναγιά
ΠΡΩΤΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
MINOS ΕΜΙ, 1965











Ο δίσκος αυτός περιέχει συλλογή τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι της περιόδου 1961 – 1964.
Το συγκεκριμένο κομμάτι με τίτλο : «Μιά Παναγιά» γράφτηκε για την ταινία του Ηλία Καζάν AMERICA AMERICA (1963), αλλά στην ταινία ακούγεται η ορχηστρική του μορφή. Η εκτέλεση του τραγουδιού από τον Λάκη Παππά ηχογραφήθηκε τον Ιανουάριο του 1964 και είναι το μόνο τραγούδι της συλλογής που εκδίδεται για πρώτη φορά. Οι στίχοι γράφτηκαν από τον Νίκο Γκάτσο.
Ο λόγος της επιλογής του τραγουδιού δεν είναι η σπανιότητα του, αφού οι περισσότεροι Έλληνες σίγουρα το γνωρίζουν. Απλώς είναι το 1ο τραγούδι που θυμάται να άκουσε ο υποφαινόμενος στην συνειδητή ζωή του (ετών τεσσάρων).


Μια Παναγιά,
μιαν αγάπη μου έχω κλείσει
σ’ ερημοκλήσι αλαργινό.
Κάθε βραδιά
της καρδιάς την πόρτα ανοίγω,
κοιτάζω λίγο και προσκυνώ.
Πότε θα `ρθει, πότε θα `ρθει
το καλοκαίρι;
Πότε τ’ αστέρι θ’ αναστηθεί;
Να σου φορέσω στα μαλλιά
χρυσό στεφάνι,
σαν πυροφάνι σ’ ακρογιαλιά.
Μια Παναγιά,
μιαν αγάπη μου έχω κλείσει
σ’ ερημοκλήσι αλαργινό.
Κάθε βραδιά
της καρδιάς την πόρτα ανοίγω,
δακρύζω λίγο και προσκυνώ.

9 Οκτ 2013



Παρουσίαση μουσικής
334. Σαν οίκτος
TO BE SAFE
ΕΜΙ, 2009


Οι αδερφές Βουγιουκλή  από την βόρεια Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτεχνών. Τραγουδούν συνήθως σε διφωνία, και συχνά a cappella. Σοπράνο κολορατούρα η Ελένη και βαθύφωνος η Σουζάνα. Εκτός από την επιτυχημένη απόδοση παραδοσιακών τραγουδιών από την Ελλάδα, αλλά και από όλο τον κόσμο έχουν και προσωπικές δημιουργίες. Τον δίσκο με τον τίτλο «To be safe», δικής τους παραγωγής, χαρακτηρίζουν οι ίδιες «γέννημα θρέμμα της Ελλάδας της κρίσης, μια σπονδή στην παγκόσμια πεντατονία». Το συγκεκριμένο κομμάτι στο ύφος των  spirituals έχει τίτλο «Σαν οίκτος», σύνθεση της Σουζάνας σε στίχους της Ελένης.

Σαν οίκτος προσπερνώ
ανάσα για να βρω
στη φυλακή μου
μόνη κι εγώ μαζί σου
χέρι βαστάει η σιωπή σου
κι ένα σεισμό
φρόνιμη κοινωνία
μ’ έκαψες στα θρανία
κουρνιάζει μ’ ατονία
στη θεία τιμωρία
και κρίνει για να μην κριθεί
κάνεις σωστά κυρία
που πας με τη μανία
να πας στον άλλο δά, τον ποταπό
φρόνιμη κοινωνία
κρύβεις μιαν ειρωνεία

2 Οκτ 2013



Παρουσίαση μουσικής
333. Έρημα βουνά
ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ
ΕΜΙ, 2009

Μουσική και τραγούδια του Γιάννη Αγγελάκα για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη "Ψυχή Βαθιά". Το 1949, τρίτη και τελευταία χρονιά του Εμφυλίου πολέμου, ο Βλάσης και ο Ανέστης, δυο νεαρά αδέρφια, βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα στα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας.. Όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης: "Η μουσική του Γιάννη Αγγελάκα περπατάει τους τόπους της ιστορίας και μας τους φέρνει στο σήμερα αφήνοντας στο αυτί και στην σκέψη μας, απαλά και λιτά, το θρήνο, το σεβασμό, τον καημό." Στην ηχογράφηση συμμετείχαν,  το πολυφωνικό σχήμα ΔΙΩΝΗ, η παραδοσιακή ορχήστρα  «Λόζιος κι’ η Ανακατωσιά». Την ενορχήστρωση έκαναν ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Νίκος Βελιώτης.
Έρημα βουνά
Αστρα σκοτεινά
Που ήσυχα η καρδιά σας κλαίει
Σας ακούω κρυφά
Σας μετράω ξανά
Κι η φωτιά μου σιγοκαίει