24 Ιουλ 2009

Παρουσίαση μουσικής
132. Παυσίλυπον
ΠΑΥΣΙΛΥΠΟΝ
ΕΜΙ 1997

4/11

Δίσκος του κοινωνικά συνειδητοποιημένου και μάχιμου ροκά Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Ο ίδιος απαντάει σε συνέντευξη στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης»: "Παυσίλυπον", για να παύσει η λύπη ... που μας προκαλούν τα πράγματα γύρω μας. Η λύπη που αναζητά διεξόδους"... Μόνο αν δεις την αλήθεια των πραγμάτων, μόνο τότε μπορείς να τα αλλάξεις. Αν παραδεχτείς ότι βρίσκεσαι σε κατάσταση ήττας, μόνο τότε μπορείς να κάνεις αγώνα, για να το ανατρέψεις αυτό... Πάντως, η μοναξιά είναι μια πραγματικότητα τόσο σκληρή που είναι πολυτέλεια να περιχαρακωνόμαστε πίσω από τον εαυτό μας. Το συγκεκριμένο κομμάτι σε στίχους Νίκου Τσακνή ερμηνεύει ο συνθέτης.

Παυσίλυπον
Ήταν ένας άνθρωπος με όψη ταπεινή
η καταγωγή του λαϊκή
Το '65 υπερέβαλε εαυτόν
Μήνυμα οι καμπάνες του για κάθε μικροαστόν
Μα κι οι άνθρωποι αυτοί βλέπαν έναν φασουλή
ήταν η εποχή πολύ σκληρή
Δεν είχε του μάγκα μπόι, ούτε ήταν από σόι
Βρε καλώστηνε την ατραξιόν, καραγκούν μπόι
Βρήκε μια παρέα των καμπάνων και τριχών
έγινε βορά σαπιοκοιλιών
Που κρατούσαν για την πάρτη τους την κριτική
δεν υπήρχε τότε η εξουσία της τιβί
Και νοσταλγώ, και νοσταλγώ πώς να στο πω
τα γλυκά μας σ’ αγαπώ
Το 75 ξεχαστήκαν όλα αυτά, πλάνες πανωραίες
και ακτίφ κομματικά
Είχε κι ένα μπάρμπα, απ’ την Αμέρικα αυτός
Βρε παιδί μου είχε γένει, ο δικτάτωρ Παττακός
Τότε πέσαν πάνω του, βρίζανε τη μάνα του
μια επαρχία θάνατου
Μαρξ και ήλιος πρασινί, αριστερά καράν κουνεί
μπόι, στα κάτεργα στον κάμπο, να τραβάς κουπί
Δεκαπέντε χρόνια η προσγείωση διαρκεί
μα είναι ανώμαλη πολύ
Τώρα όλοι ψάχνουν και μιλούν για αισθητική
βρήκαν και το κιτς από του Κίτσου τη στολή
Κι όσο για τον Κίτσο μας, άλλοι από τον κάμπο μας
Τζίμυ τον εβγάλαν και κεντούν
Του ’βαλαν μετάλλια, μα κάτι βουβάλια
θέλουν στην μπερλίνα μονοπώλιο να ασκούν
Τώρα που ξεμείναμε, στην κόψη του εικοστού
με ούτε καν πτυχίο παυσίλυπου
Μόνο σαν ημίθεοι του παιδικού μας εαυτού
γράφουμε τραγούδια για την τύχη ενός παιδιού
Και νοσταλγώ, και νοσταλγώ πώς να στο πω
τα γλυκά μας σ’ αγαπώ

19 Ιουλ 2009

Παρουσίαση μουσικής
131. Σουίτα σε παλιό στυλ
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ
ΣΕΙΡΙΟΣ 1993
3/4


Ζωντανή ηχογράφηση (1990) με την Ορχήστρα των Χρωμάτων σε τρία έργα (Σουίτα σε παλιό στυλ, Προσευχή στην Ακρόπολη, Ντιβερτιμέντο) του Μενέλαου Παλλάντιου. Η Σονάτα για πιάνο και βιολί, προέρχεται από το αρχείο του συνθέτη. Διεύθυνση Ορχήστρας: ο μαθητής του, Μάνος Χατζιδάκις.
Ο Μενέλαος Παλλάντιος γεννήθηκε στον Πειραιά τον Ιανουάριο του 1914. Σπούδασε πιάνο και ανώτερα θεωρητικά στα Ωδεία Πειραιώς και Αθηνών και στη συνέχεια στη Ρώμη. Υπήρξε διευθυντής του Ωδείου Αθηνών, της Χορωδίας Αθηνών. Και την περίοδο 1964-1967 διετέλεσε γενικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και αργότερα αρχιμουσικός του Εθνικού Θεάτρου. Έγραψε συμφωνικά έργα για πιάνο σόλο, κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα, μουσική δωματίου, διάφορα τραγούδια, μουσική μπαλλέτου, μουσικές υποκρούσεις σε οκτώ αρχαίες τραγωδίες, καθώς επίσης και μουσική για ελληνικές και αμερικανικές κινηματογραφικές ταινίες. Το 1969 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Εδώ παρατίθενται τα δυο πρώτα μέρη: Sarabande και Gavotte της Σουίτας σε παλιό στυλ. Μέτρια προς δυνατά ο ήχος των ηχείων για πλήρη απόλαυση της υπέροχης ηρεμίας που αποπνέει το πρώτο θέμα.

12 Ιουλ 2009

Παρουσίαση μουσικής
130. Με την αγάπη μου βάλε φτερά
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΣΚΙΑΧΤΡΟΥ
ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΕΡΓΟ

12/19

Το κομμάτι αυτό αποτελεί μέρος του έργου του συνθέτη Σάκη Τσιλίκη «Το όνειρο του σκιάχτρου» πάνω σε ένα παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά. Η εξαιρετική αυτή παιδική ροκ όπερα, που γράφτηκε και παρουσιάστηκε το 1993-94, παραμένει δυστυχώς ανέκδοτη. Η σκηνοθεσία ήταν του Νίκου Δαφνή, οι χορογραφίες της Μάτας Μάρρα και το συγκεκριμένο τραγούδι ερμηνεύει η Μάρθα Φριντζήλα.

Τι μοναχό πλάσμα και τρυφερό,
γράφεις τ’ όνειρο στον ουρανό,
θέλω φίλε μου να σου μιλήσω.
Τι κι αν κρυμμένα κρατάς μυστικά
στον αγέρα τη νύχτα μιλάς,
θέλω φίλε μου να σ’ αγαπήσω.
Τιπ τοπ τιπ τοπ τιπ τοπ πιπιέ.
Με την αγάπη μου βάλε φτερά,
να πετάξεις, να βρεις τη χαρά,
μη μου κλαις, κοίταξέ με, πονάω.
Θέλεις τον κόσμο να δεις στα ψηλά,
ένα αστέρι να παίρνει φωτιά,
μη φοβάσαι ! Για δες ! Σου γελάω.
Τιπ τοπ τιπ τοπ τιπ τοπ πιπιέ.

7 Ιουλ 2009

Παρουσίαση βιβλίου
Το οριζόντιο ύψος
Χιόνης Αργύρης
Εκδ. Κίχλη 2008







Επιτέλους ένα μικρό αριστούργημα ! Μετά από πολύ καιρό αισθάνθηκα πάλι την σπάνια συγκίνηση του ΒΙΒΛΙΟΥ. Να το κρατάς στα χέρια σου και να φοβάσαι να γυρνάς πολύ γρήγορα τις σελίδες, μη σου τελειώσει. Να το διαβάζεις και να μη σβήνεις το φως να κοιμηθείς. Να γελάς πνιχτά, για να μην ξυπνήσεις τον άλλον. Να ζηλεύεις που δεν το σκέφτηκες να γράψεις εσύ τούτο ή κείνο.
Ο ίδιος ο ευπροσήγορος, σεμνός και «ερημιτικός» συγγραφέας γράφει:
Το παρόν βιβλίο είναι γραμμένο για μικρομέγαλα παιδιά και μεγαλόμικρους ενήλικες, φιλοδοξεί δε να προσφέρει παραμυθία τόσο σ' αυτούς όσο και στους άνευ ηλικίας, δηλαδή σε όσους δεν έχουν ακόμη εγκαταλείψει την ανυπαρξία και σε εκείνους που έχουν προσωρινά εγκατασταθεί σ' αυτήν. Λέω "προσωρινά", γιατί ακράδαντα πιστεύω πως είμαστε ανακυκλώσιμο υλικό και, ως εκ τούτου, θα έχουμε αενάως ένα ρόλο σ' αυτό το όνειρο που λέγεται ζωή.
"Η γιαγιά Ειρήνη είχε την ικανότητα να φτιάχνει και δικά της παραμύθια, από ένα τίποτε. Δίνοντας ανθρώπινες ιδιότητες σε ένα αντικείμενο, σε ένα ζώο, ακόμη και σε ένα όσπριο, έστηνε έναν ολόκληρο κόσμο, όπου, μέσα του, διαδραματίζονταν συγκλονιστικά γεγονότα. Αν έχω κάποιο χάρισμα να χτίζω, με εντελώς παράταιρα υλικά, απίστευτες ιστορίες και να τις αφηγούμαι με πειστικό τρόπο, αυτό το οφείλω στη γιαγιά Ειρήνη, καθώς και στην εκ μητρός καταγωγή μου από την Κρήτη, αφού ως γνωστόν, οι Κρητικοί είναι μεγάλοι ψωματάρηδες, δηλαδή υπερόχως μυθομανείς".
Ακολουθεί μία από τις ιστορίες του βιβλίου (αντιγεγραμμένη από τον συγγενικό χώρο του ιστολογίου - Επιθεώρησης Ποιητικής Τέχνης «poiein.gr», που ευχαριστούμε)
ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΤΙΠΟΤΕ ΝΑ ΧΑΣΕΙ,
ΜΕΧΡΙ ΠΟΥ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕ
ΕΝΑΝ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΧΑΣΕ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, στη μέση ενός χωματόδρομου, τότε πού υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι, ζούσε μια πέτρα. Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε ήξερε πότε γεννήθηκε. Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια, που ξεχνούν την ηλικία τους. Πολλές απ’ αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά. Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία, μπορεί να είναι ασήμαντη. Ή, για να το πω καλύτερα, όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες, έκτος από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί ή άπο εκείνες που τις λεν λίθους, πολύτιμους και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.
H δική μας πέτρα ήταν εντελώς ασήμαντη-δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς. Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη. Το χρώμα της, ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες. Η ασημαντότητα της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της. Ένα απ’ αυτά το ‘παμε κιόλας: κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει. Εν’ άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την κομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ’ το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος.
Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της, που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό κα θόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τί δεν είναι μονοτονία, δεν ήξερε ούτε τί είναι. Μια μέρα όμως έμαθε.
Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα, εν’ αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη, τη μάζεψε απ’ το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα, ψηλά και μακριά. Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του, πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν’ αλλάξει τη ζωή της πέτρας. Δίχως να το ξέρει, της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πώς μπορούσε και να πετάξει, κι ακόμη πώς ο δρόμος δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του, και μάλιστα όχι το πιο ωραίο, γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμα της, βρέθηκε μέσα σ’ έναν κήπο.
Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τί δεν ήταν φυτεμένο εκεί!
Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ’ άλλα λόγια, ό κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι.
Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας, πρώτα απ’ το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ’ τον καινούργιο αυτόν κόσμο, πού τόσο ξαφνικά ανακάλυψε. Όσο για το πέσιμο της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες, γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου.
Το μεγάλο ξάφνιασμα της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ’ τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα πού απλωνόταν από κάτω της. Απ’ τη στιγμή πού βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριφαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, πού ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξη τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους μέ τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, πού βγάζαν πότε πότε το κεφάλι έξω απ’ τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φώς, τα μερμήγκια, πού σκαρφάλωναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας
τεράστια ψίχουλα, κάτι περίεργα μυγιάγγιχτα ζουζούνια, πού, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια…
Η πετρούλα πέρασ’ εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι, και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια, ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, πού έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδίας της, ότι είχε αρχίσει ν’ αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική πού ήτανε, ν’ αποκτά μια πρασινωπή, όλο υγεία όψη. Ή χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ. Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι, από κείνα πού ή γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν’ αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια, ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ’ τον αγώνα ενός μερμηγκιού πού προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα. Πριν καταλάβει καλά καλά τί της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει «μπα, μια πέτρα!)), βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ’ τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο, απ’ τον όποιο νόμιζε πώς είχε φύγει πια για πάντα.
Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της” μετά από τόση ομορφιά πού είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας…
Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ό τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη. Αργότερα, όταν της πέρασε ή πρώτη, μεγάλη πίκρα, άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ό μικρός πρίγκιπας, ό πιτσιρίκος με τη σφεντόνα, κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισο της.
Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ό μικρός πρίγκιπας, πού στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει.
Η πέτρα, βέβαια, πού δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα πού βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία.
Επιμύθιο I: Καλύτερα ν’ αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις, παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.
Επιμύθιο II: Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.

1 Ιουλ 2009

Παρουσίαση μουσικής
129. Τα λυκάκια
ΜΑΚΡΟΒΟΥΤΙ
YAFKA RECORDS 2008

6/15

Ο 1ος δίσκος του Θέμου Σκανδάμη είναι μια πολύ πρωτότυπη συλλογή τραγουδιών. Όπως λέει και ο ίδιος : « ... είναι μεμονωμένα τραγούδια, που γράφτηκαν σε διαφορετικές συγκυρίες το καθένα, αποτελούν όμως μια ενότητα όσο αποτελεί και η ζωή αυτού που τα έγραψε … Ο χαρακτήρας του άλμπουμ, λοιπόν, είναι πολύ προσωπικός και αντικειμενικός ταυτόχρονα, δηλαδή πλήρως αντιφατικός, ερωτικός και πεισιθανάτιος, μελοδραματικός και χαζοχαρούμενος, πολιτικός και αυτοαναφορικός, με μία λέξη ανθρώπινος. Τουλάχιστον αυτή είναι η φιλοδοξία του». Σε όλα τα κομμάτια την μουσική και τους στίχους έχει γράψει ο δημιουργός και το συγκεκριμένο τραγούδι ερμηνεύει η Σταυρούλα Παυλίκου.
Τα λυκάκια
Μες’ στη νύχτα μου φωλιάζουν τα λυκάκια,
που ελπίζουν στο φεγγάρι σου.
Αχ και νάνοιωθες τα άσπρα τους δοντάκια
μπηγμένα στο κορμάκι σου.
Μες στη νύχτα ένα άσπρο σεντονάκι
χορεύει στο κρεβάτι μου.
Της αγάπης μας είναι φαντασματάκι
και θέλει το κεφάλι μου.