13 Απρ 2011

Παρουσίαση βιβλίου
Η μεταμόρφωση
Φραντς Κάφκα
Εκδ. Ροές 2001


Το πρώτο χρονικά από τα αριστουργήματα του Τσέχου συγγραφέα γράφτηκε μέσα σε λίγες εβδομάδες (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1912).
Η πρώτη φράση του διηγήματος εισάγει άμεσα τον αναγνώστη στην υπόθεση και καταφέρει αιφνίδια ένα καίριο πλήγμα στον ορθολογισμό του, καθώς καταρρίπτει εξαρχής τις λογικές συμβάσεις και απορρίπτει κάθε απόπειρα ανάλογης αμφισβήτησης. «Οταν ένα πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε τεράστιο ζωύφιο».
Ο Κάφκα θέτει τον συγκεκριμένο παραλογισμό σε ρεαλιστικό πλαίσιο και, σε συνδυασμό με τον επίπεδο ρυθμό της αφήγησης και την έλλειψη συγκινησιακής φόρτισης, εντείνει την υποβλητικότητα του έργου. Το στοιχείο του παραλόγου δηλαδή «αποδυναμώνεται» από τις εκτενέστερες ρεαλιστικές περιγραφές που το συνοδεύουν, διατηρώντας παρ' όλα αυτά την εφιαλτική ιδιοσυστασία του, γεγονός που υποτάσσει τη λογική του αναγνώστη και τον καθιστά μέτοχο της εκτρωματικής ψυχοπαθολογίας του πρωταγωνιστή.
Αντίθετα με τα επόμενα μυθιστορήματα του Κάφκα («Δίκη», «Πύργος», «Αμερική»), όπου η μεταμόρφωση αφορά το περιβάλλον και την καθημερινότητα του πρωταγωνιστή, στη θέα και την παράνοια των οποίων στέκεται έκθαμβος και ανίσχυρος, στον παρόν διήγημα η μεταμόρφωση «παρεισάγεται» στο ίδιο του το σώμα.
Η συνεχής εκμετάλλευση, ο άτεγκτος κρατικός παρεμβατισμός, η γραφειοκρατία, οι ασφυκτικές αξιώσεις και τα στερεότυπα του οικογενειακού περιβάλλοντος, ... αποτελούν τα πρωταίτια της μεταμόρφωσης του πρωταγωνιστή. Ο Γκρέγκορ Σάμσα δεν οικτίρει την τραγική του μοίρα αλλά την αποδέχεται παθητικά, όντας μέρος και συνένοχος του κρατικού μηχανισμού που τον κατατρύχει. Η συναίσθηση της ενοχής του συνίσταται στην ασυνείδητη συμμετοχή του ως προς τη διαμόρφωση μιας ιογενούς πραγματικότητας, γεγονός που μετατρέπει την τιμωρία του σε ένα είδος λύτρωσης και αυτοκάθαρσης.
Η ανελευθερία του εστιάζεται στην ενδοοικογενειακή ψυχολογική βία και στον σύγχρονο κρατικό παρεμβατισμό. Ο πρωταγωνιστής δεν διαθέτει καμία διέξοδο διαφυγής, είτε στραφεί στον πατροπαράδοτο θεσμό της οικογένειας είτε προς τα σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα, καθώς το οικογενειακό του περιβάλλον αποτελεί ουσιαστικά τη μικρογραφία του αντίστοιχου κοινωνικού, που συλλειτουργεί στην καθυπόταξη και την ανελευθερία του. Το πνιγηρό δηλαδή οικογενειακό περιβάλλον προΐσταται είτε ως ανεξάρτητος παράγοντας καταπίεσης, που συνηγορεί και εξυπηρετεί ταυτόχρονα την κοινωνική αδιαλλαξία, είτε συμβολικά, ως μικρογραφία του κοινωνικού ιστού και του κρατικού παρεμβατισμού. Ο Κάφκα επιτυγχάνει τη συγκεκριμένη συνταύτιση από τις πρώτες σελίδες του διηγήματος, με το σύντομο πέρασμα του κρατικού υπαλλήλου -κλασική μορφή των ύστερων έργων του -τον οποίο στη συνέχεια και εξοβελίζει από τον περίκλειστο οικογενειακό χώρο, καθώς η παρουσία του εκεί αποτελεί πλεονασμό.
Οι πόρτες του σπιτιού σφραγίζονται ερμητικά και η ανήλιαγη δυσωδία του χώρου προβάλλει την πνιγηρή αίσθηση της απομόνωσης του ήρωα. Ο ψυχισμός του Γκρέγκορ Σάμσα ανασύρεται στην επιφάνεια και τον καθιστά ένα πλάσμα εκτρωματικό, ανίσχυρο και άβουλο, που προκαλεί απέχθεια στους οικείους του, σ' αυτούς δηλαδή που φέρουν την κύρια ευθύνη γι' αυτή τη μεταμόρφωση. Η οικογένειά του τον «ανέχεται» αλλά δεν τον συντρέχει ουσιαστικά, ενώ από τη στιγμή που γίνεται αντιληπτή η μεταμόρφωσή του, και παρά το γεγονός ότι διατηρεί ικανότητα ομιλίας, κανείς οικείος δεν του απευθύνει τον λόγο. Η απομόνωσή του συμβολίζει την περιθωριοποίηση των απόκληρων και την έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας. Ο ανθρωπισμός της σύγχρονης κοινωνίας συνίσταται στην ανοχή της ύπαρξης των περιθωριοποιημένων, των μειονοτήτων, των διαφορετικών και όχι στην κατανόηση του ψυχισμού και των προβλημάτων τους.
Η ενδοοικογενειακή, ψυχολογική και σωματική βία που υφίσταται ο πρωταγωνιστής, παράλληλα με τους παραπάνω κοινωνικούς συσχετισμούς, προβάλλει τα οδυνηρά βιώματα του Κάφκα από τον αυταρχικό πατέρα του.
Ο αρχετυπικός μύθος, κατά τον οποίο ο γιος διαδέχεται τον πατέρα μέσω μιας συμβολικής δολοφονίας, αντιστρέφεται. Στη «Μεταμόρφωση», ο ανενεργός και απαθής πατέρας αποπειράται να δολοφονήσει και να αντικαταστήσει τον Γκρέγκορ Σάμσα, με εμμονή και αυτοσκοπό την επανάκτηση της γραφειοκρατικής εργασίας και των εκπορευόμενων αυτής εξουσιών.
Ο Κάφκα μεταμορφώνει τα οδυνηρά βιώματά του σε ένα λογοτεχνικό κειμήλιο θλίψης, αυτοσαρκασμού και τρόμου, γραμμένο με παιδική «αφέλεια» και συγγραφική ιδιοφυΐα, βγαλμένο από τα άδυτα ενός προσωπικού και ταυτόχρονα συλλογικού -ανθρώπινου εφιάλτη.
(Από τον Γιάννη Ε. Στάμο Enet.gr)

«Ποιητική της ασφυξίας»
«Ξυπνώντας κάποιο πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σ’ ένα τεράστιο έντομο». Η αμφιθυμία (εφιάλτης ή φάρσα;) που δημιουργεί η διάσημη αρχή της ιστορίας επιχειρείται να διατηρηθεί μέχρι τέλους, αφού καθόλου δεν απασχολεί τον αφηγητή το αυτονόητο: Το πώς, δηλαδή, και το γιατί της παράλογης εξέλιξης. Διατηρώντας εξωφρενικά χαμηλά τους τόνους της αφήγησης, και ενώ η δράση μέχρι λίγο πριν από τη λήξη της εκτυλίσσεται αποκλειστικά εντός των τοίχων του διαμερίσματος μιας αστικής πολυκατοικίας, ο Κάφκα μας δίνει ένα αριστοτεχνικό δείγμα αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ποιητική της ασφυξίας». Η μετάφραση της Ζαχαριάδου ανταποκρίνεται επάξια στον ιδιαίτερο τόνο, τον συστατικό για την ατμόσφαιρα του πρωτοτύπου, χωρίς να προδίδει και την κατά περιεχόμενο ακρίβεια.
Ο άξιος γιος, ο αίρων τα βάρη (και τις αμαρτίες) του πατέρα μεταμορφώνεται. Η πρώτη πράξη της μεταμόρφωσης τον καθαιρεί ήδη από το τιμημένο αξίωμα του νεροκουβαλητή, του αφαιρεί μια για πάντα την επαγγελματική του ιδιότητα. Η αστυνομική σχεδόν παρουσία και, εν συνεχεία, η πανηγυρική αποχώρηση του «επιστάτη» επικυρώνει την καθαίρεση και από μιαν ανώτατη αρχή, τον εργοδότη. Αλλά ο μεταμορφωμένος δεν εκπλήσσεται. Είναι μάλιστα ο μόνος που δεν βαρυγκομά από την αρχή ώς το τέλος για την παράλογη αυτή εξέλιξη.
Η στάση αυτή δίνει, νομίζουμε, το κλειδί για την ανάγνωση της ιστορίας, με δύο τρόπους. Πρώτον, υποβάλλοντας στον αναγνώστη αμφιβολία. Ναι μεν αυτό που συμβαίνει (η ανεξήγητη μεταμόρφωση ενός ανθρώπου σε βρωμερό σκαθάρι) είναι αναμφισβήτητα μεγάλο κακό και αίτιο των συμφορών που επέρχονται, για τον ίδιο τον μεταμορφωμένο όμως το πράγμα φαίνεται κάπως διαφορετικό. Δεν εξανίσταται. Δεν αναρωτιέται. Υπομένει στωικά και με κάποια ανωτερότητα την άδικη μοίρα του. Γνωρίζει άραγε κάτι που εμείς οι άλλοι αγνοούμε; Τιμωρείται για μιαν αόριστη αλλά βαθιά εσωτερικευμένη ενοχή; (Μοτίβο γνωστό και από τα μυθιστορήματα του συγγραφέα.) Η πίκρα και η οργή με τις οποίες τον αντιμετωπίζουν οι δικοί του (ακόμα και η τρυφερή αδερφή με την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία συντάσσεται εντέλει με αυτή την άτεγκτη αντιμετώπιση) μοιάζουν να απαγγέλλουν μια κατηγορία που και ο ίδιος εντέλει αποδέχεται. Ας πρόσεχε, ας μη μεταμορφωνόταν… Μιας και το «έπραξε» όμως, θα τιμωρηθεί με τη μεγαλύτερη σκληρότητα, θα αφεθεί να πεθάνει από τη βρώμα και την ασιτία.
Η υπονόμευση του πρωταγωνιστή–σκαθαριού - Γκρέγκορ Σάμσα, που παραμένει μέχρι το τέλος αξεκαθάριστος λογαριασμός, υποβάλλει, δεύτερον, μια λεπτότατη, καφκική, αίσθηση του τραγικού. Ο γιος μεταμορφώνεται νομοτελειακά. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η οικογένεια τον αποβάλλει, τον καταδικάζει σε θάνατο. Μετά τον θάνατό του η οικογένεια ανακουφίζεται. Ο κλειστός σκονισμένος κόσμος του διαμερίσματος ανοίγει στο φως της εξοχής, στην επικείμενη ερωτική ένωση της αδερφής με κάποιον μέλλοντα σύζυγο. Ο,τι αρχίζει ως αξεδιάλυτος εφιάλτης στους βρόγχους των σεντονιών εκλύεται ως καλό όνειρο των γονιών στην τελευταία φράση, με ένα χαριτωμένο τέντωμα του κορμιού της αδερφής. Της αδερφής που δεν μέλλεται να εκπληρώσει τα καλλιτεχνικά όνειρα του αιθεροβάμονος σκαθαριού. Το τέντωμα του κορμιού της δεν προοιωνίζεται τη μελλοντική καριέρα της χαρισματικής βιολονίστας αλλά την επωφελή –για όλη την οικογένεια– παντρειά μ’ έναν καλό γαμπρό!
Η ενδοοικογενειακή φρίκη
Κάπως έτσι θα πρέπει να μοιάζουν τα έγκατα της φάρσας, την κατάδυση στα οποία αποδίδει ο Κούντερα ως εύσημο στον συγγραφέα της «Δίκης». Πλάι ωστόσο στη δημόσια φρίκη των μηχανισμών, των κτιρίων, των αδιαφανών θεσμικών συμπλεγμάτων που κυριαρχεί στα μυθιστορήματά του, ο Κάφκα επιδίδεται στη «Μεταμόρφωση» και στη μελέτη της ιδιωτικής φρίκης, της ενδοοικογενειακής, θα λέγαμε σήμερα, φρίκης: Η βία εις βάρος του διαφορετικού και του αδύναμου, η εξόντωση της προσωπικότητάς του, που ασκείται από τα προσφιλή του πρόσωπα. Δεν είναι λοιπόν σίγουρο πως, μ’ όλη τη σκηνοθεσία της φάρσας, ο Κάφκα της «Μεταμόρφωσης» σχίζει τον κατά Κούντερα «πέπλο του τραγικού» με τον τρόπο που το πράττει ο Κάφκα των μεγαλύτερων αφηγήσεων…
(Tης Μαριας Τοπαλη Καθημερινή)