25 Μαΐ 2014



Παρουσίαση Βιβλίου
Ο καλός στρατιώτης Σβέικ
Χάσεκ Γιάροσλαβ
Εκδ. Αλφειός, 2004

Ο Καλός Στρατιώτης Σβέικ (Švejk) είναι ένα ατελές σατιρικό διήγημα του Γιάροσλαβ Χάσεκ. Περιγράφει τις περιπέτειες του καλoύ στρατιώτη Σβέικ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία του Τσέχου βετεράνου Γιόζεφ Σβέικ, και τις περιπέτειές του στο στρατό. Η ιστορία αρχίζει με την είδηση της δολοφονίας του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγεβο, που πυροδότησε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Σβέικ είναι τόσο ενθουσιώδης που θα υπηρετήσει την Αυστρουγγρική Αυτοκρατορία στην οποία ανήκει η πατρίδα του, που κανένας δεν μπορεί να αποφασίσει αν είναι απλά ανόητος ή θέλει να υπονομεύσει τον στρατό της. Ο αφελής πωλητής σκύλων θα κατηγορηθεί για εσχάτη προδοσία, θα έρθει αντιμέτωπος με την πιο παράλογη γραφειοκρατία, θα αντικρούσει την υποκρισία των θεοσεβούμενων. Η απλοϊκή του σκέψη θα τον βοηθά να αντιλαμβάνεται διαυγέστερα τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω του και ως εκ τούτου να αποδεικνύεται διορατικός. Το μεγαλύτερο προτέρημα του Γιόζεφ Σβέικ είναι πως ακόμη και στην πιο παράλογη και αδιέξοδη κατάσταση βλέπει την θετική της πλευρά. Η ιστορία περιγράφει γεγονότα που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους του πολέμου, δεδομένου ότι Σβέικ κατατάσσεται στο στρατό και έχει διάφορες περιπέτειες, πρώτα στα μετόπισθεν του μετώπου, και έπειτα κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης πορείας για να συναντήσει τη μονάδα του στη πρώτη γραμμή.
Το ατελές μυθιστόρημα διακόπτεται απότομα προτού δοθεί στον Σβέικ η ευκαιρία να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε μάχη ή να μπει στα χαρακώματα.
Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ έγραψε ένα αντιπολεμικό ύμνο στην ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στην ηλιθιότητα. Οι άνθρωποι μη μπορώντας να υπερβούν την ανοησία συχνά την αναγάγουν σε κανόνα.
... όταν αργότερα ο Σβέικ διηγιόταν τη ζωή του στο φρενοκομείο μεταχειριζόταν τα πιο εγκωμιαστικά λόγια. «...καθένας μπορούσε να λέει εκεί μέσα ό,τι του καπνίσει, το πρώτο πράμα που περνούσε από τη γκλάβα του, ακριβώς όπως στη Βουλή. Τη μεγαλύτερη φασαρία την έκανε ένας που έλεγε πως ήταν ο δέκατος έκτος τόμος της Εγκυκλοπαίδειας και ζητούσε από τον καθένα που εύρισκε μπροστά του να τον ξεφυλλίσει και να βρει τη λέξη ‘ραπτομηχανή᾿... Εκεί μέσα μπορούσες να σκούζεις, να ουρλιάζεις, να τραγουδάς, να μουγκρίζεις, να σκαρφαλώνεις στους τοίχους... Κανείς δεν έρχεται να σου πει, δεν πρέπει να κάνεις αυτό, δεν πρέπει να κάνεις εκείνο, δεν ντρέπεσαι; Ειλικρινά σας λέω, πολύ θάθελα να ζω σε φρενοκομείο...
... Η προετοιμασία για τη σφαγή και την εξόντωση σ’ όλους τους πολέμους γινόταν «εν ονόματι του θεού» ή «κάποιου υπέρτατου όντος», που δημιούργησε η φαντασία των ανθρώπων. Τα σφαγεία του πολέμου δεν μπορούσαν να αρχίσουν το έργο τους χωρίς τις ευλογίες του κλήρου. Οι στρατιωτικού παπάδες προσεύχονταν και ιερουργούσαν και στα δύο στρατόπεδα για να δώσει ο Θεός τη νίκη εκεί που αυτοί έτρωγαν ψωμί.
Ο μακαριότατος αρχιεπίσκοπος δεόταν στον μεγαλοδύναμο να λιανίσει φέτες – φέτες τους Ρώσους, τους Άγγλους, τους Σέρβους, τους Γάλλους ... να πνίξει το αίμα τον εχθρό, να τον αφανίσει με τη σφαγή, απαράλλαχτα όπως ο Ηρώδης τα παιδάκια της Παλαιστίνης... «Θεέ μεγαλοδύναμε ευλόγησον τας λόγχας ταύτας να διαπεράσουν τα σπλάχνα των εχθρών σου...οδήγησον το πυρ του πυροβολικού σου επί τας κεφαλάς των εχθρών... δος τοις εχθροίς ημών πνιγμόν εν τω αίματί των... δος αυτοίς θάνατον εκ των πληγών άτινας ταηυλογημένα ημών όπλα θέλουσι διανοίξει τω σωματί των...
... Αγαπητέ μου, ξανάρχισε ο ιερέας Καντζ... έχεις καθόλου προσαρμοστεί με το πνεύμα της εποχής; Αντί για τα πατροπαράδοτα καζάνια με την πίσσα, η κόλαση έχει τώρα εφοδιαστεί με ατμοκάζανα και βραστήρες υψηλής πιέσεως.
Μπαίνοντας στο ανακριτικό γραφείο αντίκρυσαν τον αξιωματικό καθισμένο πίσω από ένα τεράστιο τραπέζι φορτωμένο με στοίβες χαρτομάνι... έβλεπες έναν εσταυρωμένο από ελεφαντόδοντο να κοιτάζει απελπισμένος τη βάση του που είχε παραχωθεί από στάχτες και αποτσίγαρα... ο ανακριτής με το ένα χέρι έσβηνε το τσιγάρο του στα πόδια του εσταυρωμένου και με το άλλο ανασήκωνε το φλυτζάνι.