10 Δεκ 2013



Παρουσίαση Βιβλίου
Ο μικρός Έλληνας
Εκδ. Εξάντας, 2013











Στα γαλλικά ο Βασίλης Αλεξάκης ονόμασε το νέο του βιβλίο «L’enfant grec». Στα ελληνικά, που το έγραψε εκ των υστέρων, «Ο μικρός Έλληνας». Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για τον τίτλο του διάσημου ποιήματος του Βίκτορος Ουγκώ, στη γαλλική του εκδοχή και στην ελληνική του μετάφραση από τον Κωστή Παλαμά.
Γιατί το έκανε αυτό; Μα γιατί το μυθιστόρημά του τοποθετείται στο σήμερα, εποχή που η Ελλάδα δυσφημίζεται έως και καθυβρίζεται καθημερινά από τον ξένο Τύπο. Και αναπολεί, με ειλικρίνεια αλλά όχι και χωρίς μία λεπτή ειρωνεία, δημοσιεύματα άλλων εποχών, όταν οι ξένοι εξιδανίκευαν την Ελλάδα και την Επανάστασή της.
Ενδεχομένως να αναπολεί όχι μόνο άλλους ξένους, αλλά και άλλους Έλληνες. Σε ένα κεφάλαιο του μυθιστορήματος εμφανίζεται ο Γιώργος Θαλάσσης, ο «Μικρός Ήρως» του Ανεμοδουρά, μαζί με τους συντρόφους του, την Κατερίνα και τον Σπίθα.
Μόνο που τώρα ο Θαλάσσης, που άλλοτε πολεμούσε τους γερμανούς κατακτητές, είναι γέρος και παραιτημένος, μένει σε δυάρι στο Σύνταγμα και έχει μια πενιχρότατη σύνταξη. Η Κατερίνα έχει παντρευτεί γερμανό ελληνιστή και ο Σπίθας έγινε μεγαλοεργολάβος.
Ο γερμανός σύζυγος της Κατερίνας λέει μάλιστα αστειευόμενος ότι όλοι οι βορειοευρωπαίοι συνταξιούχοι ονειρεύονται τώρα να πάρουν για ένα κομμάτι ψωμί σπιτάκι στις Κυκλάδες και να τελειώσουν όμορφα τις ημέρες τους. «Η Ευρώπη ονειρεύεται να τη θάψουν στην Ελλάδα!», λέει ο Αλεξάκης σε μια φοβερή φράση του, που απεικονίζει εύγλωττα τη σημερινή ευρωπαϊκή παρακμή.
Αλλού λέει ότι οι λογοτεχνικοί ήρωες των ελληνικών βιβλίων δεν είναι ποτέ τσιγκούνηδες, ενώ φαντάζεται τον Ζορμπά, που συνήθιζε να μοιράζει το βιός του σε παιδιά για να αισθάνεται ανάλαφρος, να πηγαίνει στην Μπούντεσταγκ οργισμένος. Και, όπως κάνει πάντα όταν έχει πολλά να πει και δεν μπορεί να τα εκφράσει, να χορεύει μπροστά στους αποσβολωμένους βουλευτές.
Το θέμα όμως του βιβλίου δεν είναι αυτό. Για την ακρίβεια είναι δύσκολο να μιλήσεις για συγκεκριμένο «θέμα» στο πιο εσωτερικό, υπαρξιακό και ταυτόχρονα αυτοσαρκαστικό μυθιστόρημά του των τελευταίων χρόνων. Είναι ένα βιβλίο που γεννήθηκε από ένα τραύμα και από την επιμονή του γάλλου εκδότη του – που πέθανε πρόσφατα – να γράψει για το τραύμα αυτό προκειμένου να το ξεπεράσει. Βιβλίο μάλιστα που έχασε στο νήμα το Βραβείο Γκονκούρ – παράδοξη επιτυχία, όταν το σημείο εκκίνησης δεν είναι μια συγγραφική φιλοδοξία αλλά ένα είδος ψυχοθεραπευτικής δοκιμής.
Όλα ξεκίνησαν από μία βραδινή εκδήλωση της Fnac στην πόλη Αιξ της Προβηγκίας, όπου είχε προσκληθεί να μιλήσει. Αλλά και από κάποιες απεργίες που είχαν φρακάρει το Παρίσι. Ο Αλεξάκης ξεκίνησε πρωί για τον σιδηροδρομικό σταθμό καλώντας μοτοταξί – ο μόνος τρόπος να φτάσει στον προορισμό του. Άρχισε να πονάει πάνω στη μοτοσικλέτα καθώς ο οδηγός «ελισσόταν σαν διάολος» ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα. Το βράδυ στην εκδήλωση περίπου κατέρρευσε. Του βρήκαν ανεύρυσμα, μια φρακαρισμένη, όπως και οι δρόμοι του Παρισιού, αρτηρία στο αριστερό πόδι.
Στο βιβλίο γράφει για τον οδηγό της μοτοσικλέτας: «Συνειδητοποίησα ότι το πρόσωπο αυτού του ανθρώπου μου ήταν άγνωστο, ότι δεν είχε βγάλει ούτε μία στιγμή το κράνος του, ούτε καν όταν χωρίσαμε μπροστά στο καμπαναριό του σταθμού. Ήταν ο θάνατος, σκέφτηκα. Ο θάνατος δεν δείχνει ποτέ το πρόσωπό του».
Δεν πρόκειται βέβαια για μελόδραμα. Ο Βασίλης Αλεξάκης χειρουργήθηκε, του έβαλαν μόσχευμα από το άλλο πόδι, και μετά μετέτρεψε την περιπέτειά του σε έξυπνο, χιουμοριστικό, βαθύ πεζογραφικό λόγο, με πλήθος ωραίων παρατηρήσεων. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ατού του βιβλίου: οι καίριες παρατηρήσεις για πολλά απρόβλεπτα θέματα – στη διάρκεια της ανάρρωσής του είχε άφθονο χρόνο να παρατηρήσει και να σκεφθεί.
Στο βιβλίο διαβάζει κανείς για τις περιπλανήσεις του με πατερίτσες στον Κήπο του Λουξεμβούργου, για το εστιατόριο του Κήπου, τον Γκινιόλ – γάλλο Καραγκιόζη – που έβλεπε εκεί, τις δημόσιες τουαλέτες, έναν παλιό βιβλιοθηκάριο της Γερουσίας που τον ξενάγησε στο επιβλητικό αυτό κτίριο. Και διαβάζει και για μερικές από τις ωραιότερες περιπλανήσεις του στη λογοτεχνία.
Ο Βασίλης Αλεξάκης κάνει στο βιβλίο αυτό έναν απολογισμό. Απολογισμό των διαβασμάτων που τον έπλασαν, απολογισμό των όσων έπραξε ο ίδιος στη συγγραφική αλλά και στην ιδιωτική του ζωή, απολογισμό των σχέσεών του με το γυναικείο φύλο, με τα δύο παιδιά του που γεννήθηκαν στη Γαλλία και που ζουν ένα εδώ και ένα εκεί, με την ίδια του τη σχέση, τελικά, με αυτές τις δύο πατρίδες. Όλο του το έργο έχει να κάνει με τη διπλή ταυτότητα, τις δύο γλώσσες και τις δύο πατρίδες, εδώ όμως νιώθει κανείς ότι υπάρχει κάτι πιο οριστικό, ένα είδος απόφασης. Μια πλάστιγγα που γέρνει προς την Ελλάδα. Δεν είναι αναγκαστικά μια δραματική επιλογή. Είναι η ίδια η ζωή, το ανεύρυσμα, εκείνος που μεγαλώνει, η Ελλάδα που τραυματίζεται, η Γαλλία που δεν καλοκαταλαβαίνει και το ότι αν είναι κάτι να γίνει, αναγεννητικό ή απόλυτα καταστροφικό, θα γίνει μάλλον εκεί από όπου ξεκίνησε...
(κείμενο του Μανώλη Πιμπλή από το Βιβλιοδρόμιο των Νέων)