λεύκα με πουλιά, μες στο Μάη λάμπω.
Μάτια σκοτεινά μ’ έρεβος βοστρύχους,
πόδια από νερό κι ένα γειά από ήχους
και μ’ αχτίδες μπλέκω τη μικρή του πόρτα.
Φύλακες του βάζω, κλάδους και φιλιά
κι ένα τριζονάκι βάζω μες στα χόρτα.
καταρράκτη, Θείε, να υμνολογήσω.
Δέντρα και βουνά, στον εσπερινό,
παίρνω αγκαλιά για να σε γνωρίσω.
από φως πλασμένος με ψυχή και θάρρος,
κύμα από αγέρα, κύμα από βροχή
κι έρχεται κατόπιν κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος.