7 Φεβ 2008

Παρουσίαση βιβλίου
Η Πριγκιπέσα Ιζαμπώ
Άγγελος Τερζάκης
Εκδ. Εστία 2003

Με κύριο πρόσωπο την Ισαβέλλα ή Ιζαμπώ των Βιλλαρδουίνων, πρόσωπο ιστορικό, κεντρικό γεγονός την κατάληψη του φραγκικού κάστρου της Καλαμάτας το 1293, από Έλληνες και Σλάβους χωρικούς, και ιστορικό πλαίσιο την πολυτάραχη εποχή της Φραγκοκρατίας, ο Άγγελος Τερζάκης συνθέτει ένα χρονικό ηρωισμού και αγάπης, τον καιρό των τρουβαδούρων, των σταυροφόρων, των κουρσάρων και των ιπποτών, στο πρώτο ξύπνημα της ψυχής του νέου ελληνισμού τον 13ο αιώνα."Η Πριγκηπέσα Ιζαμπώ" είναι το πιο κλασικό στην κατασκευή κείμενο του Άγγελου Τερζάκη, οργανωμένο με εξαιρετική προσοχή και ικανότητα, ζωντανό, πολύχρωμο, με θέρμη στην αφήγηση, εύληπτο και ιδιαίτερα ενδιαφέρον στην ανάγνωση παρά την έκτασή του. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο αναπλάθει ζωηρά και πειστικότατα μια τόσο μακρινή και διαφορετική εποχή. Ο συγγραφέας ασχολείται, έστω έμμεσα, με τα διαχρονικά κεντρικά ερωτήματα της ζωής, καταθέτοντας την πάγια πίστη του για την ουσιαστική τραγικότητα της ζωής, και ιδίως για τη μοιραία απόληξη των πιο ευαίσθητων και άξιων ανθρώπων.
Λόγω της «συγγένειας» της ιστοσελίδας με το θέμα ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το κεφάλαιο ΙΔ΄ «Μια Φράγκικη βεγγέρα» σ 274:
... «Κυρία» λέει στην πριγκηπέσα, «γι’ αγάπη της ντάμα Μαργαρίτας, ... και όλης εδώ της συντροφιάς, δώστε την άδεια να τραγουδήσει μπροστά στη χάρη σας ο μενεστρέλλος που προσμένει». Η Ιζαμπώ έγνεψε με το χέρι καταφατικά. Ζωηρό σούσουρο χαράς σηκώθηκε γύρω ... Στον άδειο χώρο της σάλας, παρουσιάστηκε προχωρώντας, ατάραχος, αργά με την βιέλλα του κάτω από την μασχάλη και το δοξάρι στο χέρι, ο κοκκινοτρίχης μενεστρέλλος. Είχε φορέσει για την περίσταση τούτη, το πιο καινούργιο και καλό του ρούχο: καστανό χιτώνιο, ίσαμε τις γάμπες μακρύ, κι από πάνω γλωσσωτή μπέρτα κατακόκκινη. Πάνω στα φλογάτα μαλλιά του μια σκούφια ... που η μύτη της έπεφτε στο πλάι μαλακά ... Ανέβηκε τα σκαλοπάτι της κραβάτας μεγαλόπρεπα, προσκύνησε την πριγκηπέσα ... και κάθισε στο χαμηλό σκαμνί που του είχανε βάλει ανάμεσα στα τρία τραπέζια ... Οι συγκρατημένοι και μαζί άνετοι τρόποι του, η αταραξία που έδειξε να κουρντίσει τη βιέλλα του, να δοκιμάσει δίχως βιάση τις χορδές, να ζυγιάσει καλά στο δεξί το δοξάρι, δείχνανε τον άνθρωπο που, αν κι έχει τη συναίσθηση πως κάνει αρχόντους να τον περιμένουν, δεν παραμελεί για τούτο και το σεβασμό του προς την τέχνη του ... «Τι έχει ευχαρίστηση ν’ ακούσει η γαληνοτάτη πριγκηπέσα της Αχαίας;» ρώτησε, «Θέλει το προσκύνημα του Καρλομάγνου και πως ... έφερε μαζί του από την χώρα των απίστων άγια λείψανα που τ’ απίθωσε στο μοναστήρι ... Θέλει το τραγούδι του Ζιράρ της Βιέννας και πως ο γενναίος Ρολάνδος πάλεψε με λόγχη και με σπαθί μια μέρα ολάκερη ενάντια στον άξιο Ολιβιέ; Η μήπως προτιμάει κανένα ρομάντζο ερωτικό, καθώς του Τριστάνου και της Ιζόλδης, ή του Λανσελότου της Λίμνης, που τον αγάπησε η βασίλισσα Τζινέβρα; Για ότι επιθυμεί η χάρη της είμαστε πρόθυμοι, κι ακόμα για κανένα παραμύθι πρόσχαρο, ... τον βιλάνο που κέρδισε τον Παράδεισο να πούμε ή τους τρεις καμπούρηδες μενεστρέλλους ...». Η Ιζαμπώ έκανε ένα νόημα αδιαφορίας ... διάλεξε η κυρά της Άκοβας το τραγούδι ... Ο κοκκινοτρίχης μενεστρέλλος ξανακάθισε, πήρε τη στάση του με σοβαρότητα μεγάλη, ακούμπησε τη βιέλλα στο ζερβί του γόνατο κι έσυρε το δοξάρι. Η μπάσα του, θαμπή και κάπως τραχειά φωνή, ανέβηκε αργά, κλαδώθηκε αδιόρατα, έδεσε σφιχτά τον κόμπο της μελωδικής γητειάς. Έξω ήταν νύχτα καθαρή ...