27 Απρ 2014



Παρουσίαση Βιβλίου
Ανεμοσκορπίσματα
Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Εκδ. Λιβάνη, 1983









Το έργο «Ανεμοσκορπίσματα» δεν είναι το πιο γνωστό του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Είναι όμως ένα αξιόλογο μικρό κείμενο από τα πρώιμα έργα της πένας του. Ο Γκάμπο όπως τον αποκαλούν στη Λατινική Αμερική, γεννήθηκε το 1927 στην Aracataca της Κολομβίας που στα μυθιστορήματά του ονομάζεται Μακόντο. Οι γονείς του τον άφηναν στους παππούδες για να τον ανατρέφουν όσο θα έλειπαν για δουλειές. Ο παππούς ήταν στρατιώτης και ήρωας του φιλελευθέρου κινήματος, του ενστάλαξε την ιδεολογία της κοινωνικής δικαιοσύνης και του δίδαξε τη βαρύτητα της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και πέθανε όταν ο Γκαμπριέλ ήταν 9 χρονών. «Ο παππούς ήταν η πιο σημαντική μορφή στη ζωή μου. Από τότε που πέθανε δεν μου έχει συμβεί τίποτε το ενδιαφέρον και ως και σήμερα οι χαρές της ζωής μένουν ανολοκλήρωτες απλώς και μόνο επειδή δεν τις ξέρει ο παππούς» είπε σε μία συνέντευξή του.
Το 1947 τελείωσε το σχολείο κι έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά για να σπουδάσει νομικά, αλλά η Κολομβία ήταν ένα καζάνι που βράζει και οι πολιτικές ταραχές τον ανάγκασαν να μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο της Καρθαγένης. Για  να εξασφαλίσει την επιβίωσή του συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Το 1954 εγκαταστάθηκε στην Μπογκοτά και δημοσίευσε τα «Ανεμοσκορπίσματα». Από τους κριτικούς εντάσσεται στο λογοτεχνικό ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού. Το 1982 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Αποσπάσματα:

...Στο κρεβάτι ο πεθαμένος έμοιαζε να ‘χει προβλήματα. Στο φέρετρο δείχνει πιο άνετος, πιο ήσυχος, και το πρόσωπό του, που έμοιαζε ανθρώπου ζωντανού κι άγρυπνου μετά από καβγά, έχει πάρει μια όψη ξεκούραστη και σίγουρη. Το προφίλ του μαλάκωσε κι είναι λες κι εκεί, μες στη κάσα, νοιώθει πια στον τόπο πού του αναλογεί σαν πεθαμένος...

... βάζω μέσα τη φωτογραφία, τη μασέλα και κάνω νόημα στους άντρες να κλείσουν το φέρετρο. Σκέφτομαι: τώρα πάει ταξίδι ξανά. Είναι φυσικό στο τελευταίο ταξίδι να πάρει μαζί του τα πράγματα που τον συντρόφεψαν στο προτελευταίο...

...όπου κι αν πήγαιναν κουβαλούσαν μαζί τους τις ασυνήθιστες κι ενοχλητικές αποσκευές τους, μπαούλα γεμάτα ρούχα ανθρώπων που είχαν πεθάνει πολύ πριν γεννηθούν αυτοί οι ίδιοι, των προγόνων τους, που δεν θα μπορούσε κανείς να τους βρει ούτε είκοσι μέτρα κάτω απ’ το χώμα...

...είδαν να καταφθάνει ένας παράξενος ιερωμένος, εκπληκτικά αδύνατος, με πρόσωπο στεγνό και τραβηγμένο, καβάλα πάνω στο μουλάρι, με το ράσο ανεβασμένο ως τα γόνατα και κόβοντας τον ήλιο με μια ξεθωριασμένη και ξεχαρβαλωμένη ομπρέλα... παρατήρησαν πως το πρόσωπό του έμοιαζε με νεκροκεφαλή αγελάδας, πως είχε γκρίζα μαλλιά, κοντοκομμένα, και πως δεν είχε χείλια, παρά ένα οριζόντιο άνοιγμα που δεν έμοιαζε να βρίσκεται εκεί εκ γενετής, αλλά σαν να είχε γίνει αργότερα, με μια μοναδική ξαφνική μαχαιριά...