24 Ιαν 2013



Παρουσίαση βιβλίου
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
Βάρναλης Κώστας
Εκδ. Κέδρος, 1974








Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε το 1884 στον Πύργο της Βουλγαρίας (τότε Ανατολική Ρωμυλία), όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και σε ηλικία δεκαοχτώ ετών διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του Πύργου. Πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού «Ηγησώ» από το οποίο κυκλοφόρησαν δέκα τεύχη. Συμμετείχε στον δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο με τους «απαλλαγέντας και αγυμνάστους του 1900-1902». Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση. Το 1919 έφυγε με υποτροφία για μετεκπαίδευση στην Αισθητική και τη Νεοελληνική Φιλολογία στο Παρίσι. Η εκεί παραμονή του σηματοδότησε την ιδεολογική προσχώρησή του στο μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό, καρπός της οποίας υπήρξε το ποίημα «Προσκυνητής». Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη». Παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου και το 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, ενώ το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Πέθανε το Δεκέμβρη του 1974.
Το συγκεκριμένο βιβλίο ουσιαστικά είναι η εικόνα του Κώστα Βάρναλη για τη στιγμή που ο Σωκράτης βρισκόταν ενώπιον των δικαστών αγορεύοντας. Στον πρόλογο του έργου ο συγγραφέας δίνει μια σύντομη περιγραφή του σκηνικού και των δικαστών και παρουσιάζει ένα σύντομο προφίλ του σπουδαίου φιλοσόφου. Στο πρώτο μέρος ο Σωκράτης αρχίζει την απολογία του με σαρκασμό και ειρωνεία, αλλά και έντονο περιπαιχτικό ύφος. Στο δεύτερο μέρος βάλλει κατά της απόφασης, ενώ φέρνει στο φως στοιχεία από την καθημερινότητά του. Στο τρίτο μέρος σχολιάζει την κοινωνία και τους θεσμούς, καθώς και την προσωπική του στάση απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Κατά το τέταρτο μέρος ο Σωκράτης αναπτύσσει την φιλοσοφία του και επιμερίζει τις απόψεις του για τον άνθρωπο. Στο πέμπτο και τελευταίο μέρος ο Σωκράτης εκφράζει την πικρία του, όχι για τον επικείμενο θάνατό του, αλλά διότι αντιλαμβάνεται ότι πολύ λίγοι τον κατανόησαν πραγματικά, ενώ κάνει και ο ίδιος μια σύντομη αποτίμηση του έργου του.
Ο Κώστας Βάρναλης δημιούργησε ένα κείμενο ιδιαίτερο από πολλές απόψεις. Κατ’ αρχάς, η γλώσσα και οι λέξεις που επιλέγει ο συγγραφέας  για το μονόλογο του Σωκράτη είναι χυμώδεις και απαράμιλλα εκφραστικές. Η εικόνα του φιλοσόφου παρουσιάζεται απλή και ταπεινή και ακόμα, όταν ο κατηγορούμενος εξανίσταται, διαφαίνεται η λιτότητα της φιλοσοφίας του. Κύρια πρόθεση του Βάρναλη, όπως αναδύεται από το κείμενο, είναι να μεμφθεί τους ηθικούς φραγμούς, τους θεσμούς και τους νόμους της πολιτισμένης κοινωνίας, καθώς και να αποκαλύψει την αδυναμία, την ανάγκη για κοινωνική αποδοχή, την ελπίδα για ελεύθερη έκφραση, ως στοιχεία κάθε ανθρώπινου όντος. Η δομή του κειμένου (τα πέντε μέρη και ο πρόλογος) είναι εξαιρετική, αφού δίνει το χρονικό περιθώριο στον αναγνώστη να αφουγκραστεί τα λόγια του Σωκράτη, αλλά και να περιεργαστεί κάθε κομμάτι της απολογίας με τη δέουσα προσοχή.
«Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη» είναι ένα βιβλίο όπου ο Βάρναλης χρησιμοποιεί ένα ιστορικό γεγονός για να εκφράσει τις απόψεις και τη δυσαρέσκειά του για την ελληνική κοινωνία και που μοιάζει εξαιρετικά σύγχρονο και στην εποχή μας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η πολύ καλή και ιδιαιτέρως επιμελημένη έκδοση του βιβλίου. Προηγούνται του κειμένου μια επιστολή του Κωστή Παλαμά, άρθρο του Δημήτρη Γληνού, δυο πρόλογοι του ίδιου του Βάρναλη, καθώς και ένα μικρό κείμενο του Γιάννη Ρίτσου, ενώ το βιβλίο εμπλουτίζεται από την εικονογράφηση του Γιάννη Ρίτσου. (κείμενο Στέφανου Ξένου http://www.diavasame.gr)
Μερικά αποσπάσματα:
(κρίνοντας το ποιόν των κατηγόρων & των δικαστών του)
... Μα κείνο που άκουσα καλύτερα είταν η θανατική σας απόφαση. Την ήξερα από τα πριν, γιατί χα πλέρια μπιστοσύνη στον ξεπεσμό του καιρού μας. Μα και να μην την ήξερα, δε θα τανε δύσκολο να την καταλάβω. Τα νυσταγμένα μάτια σας και τα χασμουρητά σας το μαρτυρούσανε καθαρά...
... Κοιτάχτε τους κατηγόρους ! Ωραίοι, πλούσια ντυμένοι, σπουδαία πρόσωπα ! Κοτσαμπάσηδες, ήλιοι της Δημοκρατίας !... Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά στο μεγαλοδύναμο τον Άνυτο; Ο γενναίος στρατηγός ! Τονε στείλατε με τριάντα καράβια να σώσει το Νιόκαστρο κι αφτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά ώσπου να πέσει το κάστρο και να γλυτώσει το πετσί του... Αμ’ ο Λύκων ο ρήτορας; ... τον κάνατε στρατηγό και του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο. Μα τούτος ... πούλησε το κάστρο στους οχτρούς «αντί αργυρίου»... είναι κι ο τρίτος ... ο Μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής και διάσημος «τέτοιος»...
... Μα κι αν δεν είτανε τόσο μεγάλα τα μπόγια των κατηγόρων και τόσο μικρούλι το δικό μου, θα φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη για να καταδικαστώ. Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί – άσπρο, μάβρο ! Ένας κι ένας... Χωρίς φαντασία και ψιλολογήματα. Μια κι όξω ! Γι αφτό και βγάζετε τη θανατική απόφαση με την ίδια εφκολία που βγάζετε τη μύξα σας και την κολλάτε κει που κάθεστε.
(για τον θάνατό του)
... Σας χρωστάω και χάρη. Φέβγοντας με παράτα και σάλπιγγες από το να το Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα κάνω γούστο να κοροϊδέβω και σας και τον εαυτό μου...
... Αν με δικάζατε ένας ένας χωριστά, ώ άντρες Αθηναίοι, θα μ’ αθωώνατε. Τόσο πολλοί, δεν μπορείτε... Όσο πιότεροι κολλάνε συναμεταξύ τους και κάνουνε πλήθος, τόσο λιγότερη η κρίση τους και πιότερη η κάκητα...
(για τους ιερείς)
... φιλούσα το χέρι του παπά μπροστά στους άλλους, για να τόνε σκάσω: «Μπρε, με ξεπερνάει ο θεομπαίχτης, έλεγε (ο παπάς), στον Ταρτουφισμό!»
(για τους πολιτικούς)
... Να κι ο πολιτικός αριβάρει. Μπροστά πάνε τ’ αστραφτερά του μάτια και πίσου αφτός. Πριχού πατήσει το ποδάρι, δοκιμάζει τα γεφυροσάνιδα με τα μάτια του σαν το μουλάρι. Ξεροβήχει, για να γυρίσουμε να τον κοιτάξουμε. Μαζί μας είναι κάμποσοι φίλοι του... Σφίγγει τα χέρια μας πολύ γκαρδιακά και με δύναμη. Με τέτοιο δυνατό χέρι βαστάει το τιμόνι του Καραβιού. Μας αγαπάει και γίνεται θυσία για μας ! Για χατίρι μας βουτάει στο δημόσιο ταμείο, για να δίνει σ’ εμάς. Και για χατίρι μας τσαλαπατάει τους νόμους για να μας σώζει. Αφτός μας έμαθε να μην κρατάμε το λόγο μας στ’ αλισβερίσια μας....