7 Σεπ 2011

Παρουσίαση βιβλίου
Λεωφορείον ο πόθος
Τεννεσση Ουίλλιαμς
Εκδ. Καστανιώτης 2008







Η Μπλάνς μια καθηγήτρια από τις Νότιες Πολιτείες, επισκέπτεται μετά τον πλειστηριασμό της οικογενειακής περιουσίας της την αδερφή της Στέλλα, που ζει με τον άντρα της Στάνλευ Κοβάλσκυ στη Νέα Ορλεάνη. Ο Κοβάλσκυ, που ως Πολωνός μετανάστης και εργάτης αντιμετωπίζεται υποτιμητικά από την Μπλανς, καθηλώνει την Στέλλα με τον οξύθυμο και επιβλητικό χαρακτήρα του σε μία σχέση που κυριαρχείται από το ωμό πάθος. Η υπερευαίσθητη και κάπως υπερβολική Μπλανς, τονίζοντας την ευγενή καταγωγή και την καλή ανατροφή της, μπαίνει στο στόχαστρό του και ενδόμυχα γεννιέται ένας κρυφός πόθος. Όσο περνά ο καιρός, αποκαλύπτονται μυστικά του παρελθόντος της Μπλανς και λόγω της συγκατοίκησης δημιουργούνται εντάσεις και πολλαπλά ξεσπάσματα που αφαιρούν ένα ένα τα πέπλα από τους πολύπλοκους χαρακτήρες των ηρώων. Εν τέλει το όριο μεταξύ λογικής και παράνοιας γίνεται όλο και περισσότερο θολό, με αποτέλεσμα το ολέθριο τέλος.
Το Λεωφορείον ο Πόθος είναι έργο γεμάτο συμβολισμούς, για το οποίο ο συγγραφέας βραβεύθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ (1947) και χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα τρία σπουδαιότερα της παγκόσμιας δραματουργίας του περασμένου αιώνα.
...Όπως επισημαίνει ο Μάριος Πλωρίτης στις σημειώσεις της μετάφρασης κυριαρχεί και η μάχη των φύλων και των κοινωνικών τάξεων, οι νευρώσεις και η υστερία των ηρωίδων, η σεξουαλική έλξη, η πνιγηρή ζέστη του καλοκαιριού, ακόμα η ατμόσφαιρα οι χώροι και ο συμβολισμός της μουσικής.
Διαπιστώνει κανείς τον έντονο συμβολισμό που έχουν τα ονόματα χαρακτήρων και χώρων όπως για παράδειγμα το όνομα Μπλανς ντυ Μπουά, που σημαίνει Λευκή του δάσους, το Βelle Reve: ωραίο όνειρο, κλπ...
Η Μπλάνς ντυ Μπουά είναι μια ύπαρξη ταλαιπωρημένη ψυχικά, που μάχεται απεγνωσμένα την πραγματικότητα. Ζει με ενοχές για την αυτοκτονία του νεαρού συζύγου της Άλαν και για την αδυναμία της να κρατήσει το οικογενειακό της κτήμα, το Βelle Reve. Φεύγει διωγμένη από την πόλη που ζούσε και εργαζόταν λόγω της προκλητικής σεξουαλικής της δραστηριότητας και κυρίως λόγω της σχέσης της με ένα ανήλικο μαθητή της. Φτάνει στη Νέα Ορλεάνη, στο σπίτι της αδελφής της Στέλλας, έχοντας την ψευδαίσθηση πως θα βρει καταφύγιο, ανθρώπινη επαφή, θα ηρεμήσει, θα ξεχάσει και θα βρει τη στοργή που ζητούσε. Ήδη από την πρώτη σκηνή του Λεωφορείον ο Πόθος, εμφαίνεται η σύγκρουση της ψευδαίσθησης με την πραγματικότητα με την εμφάνιση της Μπλανς, σε μια φτωχική γειτονιά της Νέας Ορλεάνης που έχει μάλιστα το παραπλανητικό όνομα Ηλύσια Πεδία. Αντίθετα από τη γνωστή λεωφόρο του Παρισιού, εδώ πρόκειται για δρόμο εργατών. Η ονομασία της συνοικίας αυτής μπορεί να ερμηνευτεί και σαν προοικονομία αυτού που θα συμβεί στην τελευταία σκηνή και θα οδηγήσει την Μπλανς στο τρελοκομείο, εξανεμίζοντας την ελπίδα της για λύτρωση. Οδηγείται κι εκείνη στα Ηλύσια Πεδία, που σύμφωνα με το αρχαιοελληνικό ιδεώδες, αναπαύονται χωρίς ευθύνες όσοι εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. Φτάνει φορώντας ένα λευκό φόρεμα συμβολικό του ονόματος και της ψυχής της, που θα ταίριαζε ίσως στην αριστοκρατική γειτονιά που περίμενε να μένει η αδελφή της, αλλά έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα που βρίσκει. Την έχουν οδηγήσει ως εκεί δυο λεωφορεία ο «Πόθος» και το «Νεκροταφείο». Αντίθετα από τη γαλήνη που ήλπιζε, σ’ αυτή την υγρή πόλη του Νότου, θα συναντήσει την αγριότητα και την προσβολή από τον άξεστο Στάνλεϋ, τον άνδρα της αδελφής της και θα βρεθεί σε ένα αποκρουστικό γι αυτή περιβάλλον. Η ήδη εύθραυστη και πολύπαθη Μπλανς, θα κάνει μια τελευταία προσπάθεια να φτιάξει τη ζωή της με τον Μιτς, συνάδελφο και φίλο του Στάνλεϋ. Παρουσιάζεται σοβαρή και σεμνή αποζητώντας το σεβασμό και τον θαυμασμό του, αλλά η αποκάλυψη της αλήθειας από τον σκληρό Στάνλεϋ θα τα καταστρέψει όλα και θα την οδηγήσει στο ψυχιατρείο.
Η Μπλανς έχει την ψευδαίσθηση πως θα ξεπεράσει τον θάνατο του Άλαν κρατώντας το Belle Reve και εξασκώντας τη σεξουαλικότητά της με τους διάφορους νεαρούς. Στο μυαλό της έχει γίνει ο Άλαν και προσεγγίζει τους νεαρούς με τον τρόπο που θα τους προσέγγιζε κι εκείνος, όπως έχει πει ο ίδιος ο συγγραφέας.
...Τα μπαούλα με τα ρούχα που εξέχουν και η ακαταστασία, σηματοδοτούν τις ίδιες τις ζωές των ηρωίδων. Η Μπλανς, προσπαθεί να διατηρήσει την γοητεία της φροντίζοντας να είναι μακιγιαρισμένη και περιποιημένη, γιατί γι’ αυτή έχει σημασία η ψευδαίσθηση της ομορφιάς, όχι η ασχήμια της πραγματικότητας. Δεν είναι λίγες οι φορές που η Μπανς διαλέγει το ημίφως δημιουργώντας έτσι την ψευδαίσθηση της διαφυγής από την πραγματικότητα, θέλοντας να εξωραΐσει την αλήθεια. Λέει στον Μιτς, όταν του ζητάει να τοποθετήσει το αμπαζούρ στη λάμπα: «Δεν μπορώ να υποφέρω το γυμνό φως – όπως δεν μπορώ να υποφέρω τα πρόστυχα λόγια και τις χυδαίες πράξεις». Πιστεύει πως μετατρέποντας το χώρο της με τις κουρτίνες τα μαξιλάρια και τα αρώματα, θα κάνει την πραγματικότητα πιο ανεκτή. «Εγώ δε θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία!» ουρλιάζει αργότερα, όταν ο Μιτς βγάζει το κάλυμμα από το αμπαζούρ για να τη δει καθαρά.
Στο Λεωφορείον ο πόθος, είναι επίσης εμφανής η σύγκρουση του κόσμου που αντιπροσωπεύει η Μπλανς, δηλαδή του παλιού Νότου που προτιμάει να υπάρχει μέσα από τις ψευδαισθήσεις και του νέου κόσμου που αντιπροσωπεύει ο Στάνλεϋ, της πραγματικότητας, της νέας τάξης πραγμάτων και του ανερχόμενου εργατικού δυναμικού της μετανάστευσης.
Η Μπλανς εξομολογείται πρώτα στη Στέλλα και μετά στον Μιτς πώς αναγκάστηκε και η ίδια να «αποδράσει» από την αβάσταχτη πραγματικότητα που βίωνε, αναζητώντας λίγη στοργή και ανδρική προστασία με λάθος τρόπο και σε λάθος μέρη. Λέει ψέματα αλλά δεν είναι ψεύτρα, είναι απόλυτα ειλικρινής στα αισθήματα της και σε ότι πιστεύει...
Eίναι γνωστό σε όσους έχουν ασχοληθεί με τον Τεννεσσή Ουίλλιαμς, ότι το έργο του είναι βαθιά επηρεασμένο από τη ζωή του και την προσωπικότητα του. Έζησε μια ζωή από την οποία ήθελε διαρκώς να ξεφύγει. Η νοσηρή ευαισθησία της μητέρας, ο παρών- απών και συχνά μεθυσμένος πατέρας, η ψυχασθένεια της αγαπημένης του αδελφής και τέλος η ομοφυλοφιλία του, τον έκαναν να βρίσκει τρόπους να ξεφεύγει από αυτήν την πραγματικότητα και να δημιουργεί με το γράψιμό του ένα κόσμο ψευδαισθήσεων. Η αντίδραση σ’ αυτό το πνιγηρό περιβάλλον ήταν το γράψιμο. Έγραφε κυρίως γιατί το είχε ανάγκη ο ίδιος βάζοντας την ψυχή του και έχοντας ακροατή στα γραφόμενά του τον εαυτό του. Βασικό του μέλημα ήταν να «θεατροποιήσει» τον προσωπικό του εφιάλτη, τις ανοίκειες έλξεις και παρορμήσεις του. Μια ζωή έδειχνε να μάχεται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Οι κοινωνικοί κώδικες που δείχνουν να πνίγουν τους χαρακτήρες των έργων του, με τους οποίους συχνά ταυτίζεται π.χ. τη Μπλανς, έπνιγαν και τον ίδιο. Ο κόσμος του ήταν συχνά εφιαλτικός και παράλογος, αλλά προσπαθούσε να τον κάνει ηδονικό και όμορφο.
Στο έργο του δεν υπάρχει άλλη λύση εξόν από την τιμωρία την εξορία και την απομόνωση, «τιμωρώντας» τον εαυτό του που πάλευε ανάμεσα στα ηδονιστικά πάθη του και στην ενοχή για τις πράξεις του. Αυτός φαίνεται να είναι και ο λόγος που υπάρχει συχνά αγριότητα στα έργα του, ψυχική και φυσική, σα να επέρχεται μέσω αυτής η κάθαρση.
Όμως αυτό που χαρακτηρίζει ουσιαστικά το έργο του είναι το αδιέξοδο και η επιθυμία των ηρώων του με τον ένα ή τον άλλον τρόπο να αποδράσουν από την πραγματικότητα μέσα από τις ψευδαισθήσεις που δημιουργούν. Έχουν δηλαδή την ίδια ανάγκη με τον δημιουργό τους. Έτσι η Μπλανς και όλοι όσοι πήραν υπόσταση από την πένα του και προσπάθησαν να ζήσουν λίγο ως πολύ την άπιαστη φαντασίωσή τους, του κλείνουν το μάτι και τον ευχαριστούν που χάρη σ’ αυτόν, προσπάθησαν έστω να αποδράσουν από την πραγματικότητα.
(κείμενο Ελένη Φραγκούλη)
Εξαιρετικό θεατρικό έργο του Τεννεσση Ουίλλιαμς, ψευδώνυμο του Τόμας Λανιέ Ουίλλιαμς, που ανέβασε για 1η φορά στην Ελλάδα ο Κάρολος Κουν το 1949 με την Μελίνα Μερκούρη, αλλά και η Έλλη Λαμπέτη το 1969. Η μετάφραση αλλά και η πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση-επιλεγόμενα, είναι του Μάριου Πλωρίτη. Από τα λίγα θεατρικά που διαβάζονται ευχάριστα.