8 Σεπ 2010

Παρουσίαση βιβλίου
Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ)
1946-1949
Νίκος Μαραντζίδης
Εκδ. Αλεξάνδρεια, 2010






Στο βιβλίο επιχειρείται η περιεκτική παρουσίαση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, του αντάρτικου στρατού του ΚΚΕ κατά τα χρόνια 1946-1949. Συνδυάζοντας την περιγραφή με την ανάλυση, σκιαγραφούνται τα βασικά χαρακτηριστικά του ΔΣΕ στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, προκειμένου ο αναγνώστης να κατανοήσει τι ήταν και πώς δρούσε αυτός ο στρατός.
Η πρόσβαση σε μέχρι πρότινος κλειστά αρχεία και ο μεγάλος αριθμός μαρτυριών και απομνημονευμάτων για τον εμφύλιο πόλεμο βοήθησε τις ιστορικές έρευνες να επιστρέψουν σε παλιότερα ερωτήματα και θέματα ταμπού και να προχωρήσουν σε νέα θεματικά πεδία με μεγαλύτερη ερευνητική νηφαλιότητα σε σχέση με το παρελθόν. Αργά αλλά σταθερά καλύπτονται τα κενά που υπάρχουν για ναι σειρά όψεις του εμφυλίου πολέμου και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ολοένα και περισσότερο κατανοείται πως το ζήτημα δεν είναι η διαιώνιση της μυθοπλασίας για τον "άπαρτο Γράμμο και το απάτητο Βίτσι", ούτε η άγονη προσπάθεια αναζήτησης του "τι έφταιξε και χάσαμε" αλλά η διερεύνηση των γνώσεών μας για τα σκληρά εκείνα χρόνια.

Εντέλει, πολύ περισσότερο από την ηρωική διάσταση ή το ιδεολογικό πείσμα της ηγεσίας του ΚΚΕ και ενός αριθμού στελεχών και μαχητών του ΔΣΕ, η μελέτη της περιόδου αναδεικνύει τη βαθύτατη ανθρώπινη τραγωδία νέων κυρίως ανθρώπων, ανδρών και γυναικών αλλά και παιδιών, που κατά βάση στρατολογήθηκαν βίαια και υποχρεώθηκαν να πολεμήσουν κάτω από μια ηγεσία που δεν εμπιστεύονταν, σε ένα πόλεμο που δεν πίστευαν και τον οποίο δεν μπορούσαν να κερδίσουν.

Το βιβλίο του Νίκου Μαραντζίδη με θέμα τον ΔΣΕ χρησιμοποιεί ένα πλήθος τεκμηρίων από τα αρχεία του ΚΚΕ και του ΔΣΕ (ΑΣΚΙ), του Ελληνικού Στρατού, των πρώην κομμουνιστικών χωρών, καθώς και μαρτυρίες μελών και αντιπάλων του ΔΣΕ.
Σε κάθε εμφύλιο, η σύγκρουση στο εσωτερικό της πολιτικής κοινότητας καταργεί τα όρια ανάμεσα σε στρατιώτες και αμάχους, ενώ η βία συχνά υπερβαίνει τους κανόνες της ένοπλης αντιπαράθεσης, δημιουργώντας ζώνες «ανομίας» όπου η επιδίωξη της πολιτικής εξουσίας συμπεριλαμβάνει ακόμα και την εξόντωση του εσωτερικού εχθρού. Αυτές είναι οι κατ΄ εξοχήν όψεις της εμπειρίας που απωθούνται από τη δημόσια μνήμη. Κατά κανόνα μετά τη λήξη της σύγκρουσης, όσοι συμμετείχαν αποσιωπούν αυτές τις πλευρές ή, στην καλύτερη περίπτωση, τις παραμορφώνουν, δαιμονοποιώντας τη βία του αντίπαλου στρατοπέδου ή/και ηρωοποιώντας τη δική τους ένοπλη δράση.
Σε ό,τι αφορά τον ελληνικό Εμφύλιο ειδικότερα, οι σιωπές και οι μύθοι των δύο στρατοπέδων έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης εδώ και μια εικοσαετία.
Το πρώτο μέρος του πρώτου κεφαλαίου αποτελεί μια αναδρομή στους μύθους και τις σιωπές της επίσημης Αριστεράς, από τον Ζαχαριάδη στην αποσταλινοποίηση κι από εκεί στις μεταπολιτευτικές σιωπές και ιδεολογικές χρήσεις από το ΚΚΕ και «δευτερευόντως τώρα τελευταία από τον ΣΥΡΙΖΑ».
Τα επόμενα κεφάλαια επιχειρούν να καταρρίψουν τους βασικούς μύθους και τις σιωπές της Αριστεράς για τον ΔΣΕ. Το δεύτερο κεφάλαιο εκτιμά πως «το ΚΚΕ επέλεξε να εξαπολύσει τον αγώνα του στηριζόμενο ολοκληρωτικά στον εξωτερικό παράγοντα κι όχι σε μια εσωτερική κοινωνική δυναμική», παρουσιάζοντας μια «κάθε άλλο παρά αποσπασματική και πρόχειρη» στήριξη από τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Έπειτα, παρουσιάζοντας τη δημογραφική σύνθεση του ΔΣΕ, ο συγγραφέας περιγράφει ένα στρατό αποτελούμενο κατ΄ αρχάς από αγράμματους αγρότες και ύστερα κατά πλειοψηφία από μειονοτικούς (κυρίως σλαβόφωνους). Στη συνέχεια παρουσιάζει τον ασφυκτικό έλεγχο του κόμματος και τις αντιθέσεις που δημιουργούσε η διττή διοίκηση των μονάδων από στρατιωτικούς διοικητές και πολιτικούς επιτρόπους. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλαμβάνει να καταρρίψει τον μύθο των «περήφανων μαχητών», περιγράφοντας την έλλειψη ή την αχρηστία του πολεμικού υλικού, την ανύπαρκτη υγειονομική περίθαλψη, τη φθίνουσα ψυχολογία και τις λιποταξίες. Κατόπιν παρουσιάζει τους μηχανισμούς επιτήρησης και απονομής δικαιοσύνης υπό το πρίσμα μιας «τρομοκρατικής διαπαιδαγώγησης των μαζών υπό τον φόβο του βιολογικού αφανισμού». Τέλος, υπό τον τίτλο «ζητήματα ταμπού», ο Μαραντζίδης πραγματεύεται τα ζητήματα της υποχρεωτικής στρατολογίας, της θέσης των γυναικών, του πολέμου των παιδιών και της μεταχείρισης των αιχμαλώτων.
Η ανάγνωση που επιχειρεί ο Μαραντζίδης είναι οπωσδήποτε στρατευμένη, αυτό όμως από μόνο του δεν πρέπει να αξιολογείται ως ελάττωμα. Αντιθέτως, αναγνωρίζοντας τις ιδεολογικές αφετηρίες του και παίρνοντας θέση στη δημόσια συζήτηση με μια ολοκληρωμένη μελέτη, ο συγγραφέας συμβάλλει επιτέλους στον απεγκλωβισμό από μια επίπλαστη αντιπαράθεση- που είχε έως τώρα καλλιεργήσει και ο ίδιος- ανάμεσα σε δήθεν «νηφάλιες επιστημονικές» και «στρατευμένες» ιστορικές προσεγγίσεις.
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο, που αξίζει να διαβαστεί με προσοχή, μια που έχει κατηγορηθεί από τα αριστερά για επιλεκτική αποσιώπηση, αντιφάσεις και εγκληματολογική προσέγγιση της ιστορίας του εμφυλίου.