τρώει τα νύχια του στα παράθυρα
φωνάζοντας: να μπει!
Βλάχος, στραβοκάνης, κοντοπόδαρος
με μια βραχνή φωνή σαν κόρνα
όλη μέρα κρέμεται στα τζάμια
φωνάζοντας: να μπεί!
Μα όταν μπεί, νιώθει ξαφνικά
να τον πλακώνουν τα ταβάνια, οι τοίχοι
και όλος άγχος ορμάει στο παράθυρο,
ουρλιάζοντας: να βγεί!
Βγαίνει, και στήνεται αμέσως στο περβάζι
φωνάζοντας: να μπεί!
Μακρινή κι απρόσιτη
η γοητευτική άγνωστη
στέκεται στο παράθυρο
-βαθιά μεσάνυχτα-
κοιτάζοντας αχόρταγα
με χρυσές ίριδες.
Η Κυρία της Νύχτας.
Χάνεται μήνες,
έπειτα νιώθεις
πανίσχυρα μάτια
καρφωμένα στην πλάτη σου.
Η Κυρία της Νύχτας.
Δέχεται το χάδι
με συγκατάβαση
χωρίς οικειότητες.
Δεν τρώει ποτέ.
Άψογοι τρόποι
πειθαρχημένη περιέργεια
αυστηρό ινκόγκνιτο.
Η Κυρία της Νύχτας.
Γάτα-Μποβαρύ
που δραπετεύει όταν μπορεί
από τη μικροαστική
ασφυξία;
Οι άλλοι λένε μιάο,
νιάου, ρνιάρρ,
αυτός κάνει μόνο: "κρού".
Έναν ήχο σαν λυγμό, σαν κρώξιμο
μοναχικού πουλιού.
Είναι μοναχικός.
Θύμα της κακής αγάπης.
-Ωραία τα γατάκια μικρά, μα, σαν μεγαλώσουν...
Έτσι ο Κρού έμεινε ορφανός.
Οι άλλοι ζητιανεύουν φαΐ
αυτός, σπίτι.
Μπαίνει αθόρυβα, κρύβεται
κι όταν πλησιάζεις κάνει πως δεν υπάρχει.
"Δεν υπάρχω-δεν υπάρχω", λέει μέσα του
και κλείνει σφιχτά τα μάτια, να μην τον δεις.
Να μείνει στο σπίτι.
Στο σπίτι.
Είδα το Χαμένο Παράδεισο,
ένιωσα τη Νοσταλγία του Γυρισμού
στην αγωνία του Κρού
κάτω από τον καναπέ,
στην κραυγή του Κρού
όταν τον διώχνουν,
στη λαχτάρα του Κρού
όταν κοιτάει
το σπίτι.
Εικόνα της υπομονής,
ήσυχη έξω απ’ το τζάμι.
Περίμενε.
Ήξερε από ανθρώπους, τρυφερή.
Ήταν κάποιου γάτα, την άφησε,
ήρθε σε μας.
.....
Τη βάλαμε στο πορτ-μπαγκάζ.
Την αφήσαμε σε μια μικρή πλατεία
στο Ψυχικό.
Φώναζε.
Έπειτα, πήγαμε εκδρομή.
Μια εκδρομή όλο σιωπές.
Το βράδυ δεν αντέξαμε.
Εικόνα της υπομονής,
ήσυχη στην πλατεία,
περίμενε.
Πήδηξε μόνη της στο πορτ-μπαγκάζ.
Κι από τότε είναι πάντα μαζί μας
η γάτα-Ψίψη,
η γάτα Τύψη.