28 Νοε 2012



Παρουσίαση βιβλίου
Λωξάντρα
Ιορδανίδου Μαρία
Εκδ. Εστία, 1999









«Τι εστί πλούσιος, μπρε; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος!». Είναι το πιστεύω της Λωξάντρας, που μισόν αιώνα τώρα είναι ταυτισμένη στη συνείδηση του ευρύτερου κοινού με την Κωνσταντινουπολίτισσα γιαγιά και την τέχνη του τραπεζιού. Δοτική, αλληλέγγυα, προκομμένη, ευπροσάρμοστη, ξέρει να γεύεται τη ζωή και να της χαρίζει νοστιμιά. Άλλος άνθρωπος... Και γι΄ αυτό δεν καταλαβαίνει όσους θέλουν να «φάνε» περισσότερο απ΄ όσο μπορούν... Η Λωξάντρα έζησε στα μέσα του 19ου αιώνα «στην παλιά Πόλη όπου η ζωή κυλούσε γιαβάς-γιαβάς», αλλά ως ηρωίδα γεννήθηκε το 1963 όταν η Μαρία Ιορδανίδου, alter ego της εγγονής της, κυκλοφόρησε όψιμα το πρώτο της βιβλίο με αυτό το όνομα ως τίτλο.
Πράγματι, αυτό το βιβλίο διατηρεί ακόμα τη δυνατότητα να λειτουργεί ως μάθημα γενναιοδωρίας και συνταγή ευεξίας προς όλους. Ωστόσο οι καιροί έχουν αλλάξει, οι αναγνώστες έχουν αλλάξει, και η κοινωνία έχει διαφορετικές αγωνίες να διαχειριστεί. Πώς λοιπόν μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε αλλιώς μια παλιά λογοτεχνική επιτυχία σαν τη Λωξάντρα; Μια απάντηση είναι: με κοινωνικο-ιστορική ματιά, αντικρυστά και συγκριτικά με άλλα πρόσφατα βιβλία ανάλογης θεματολογίας. Η μυθιστορηματική Λωξάντρα λ.χ. εκτυλίσσεται την εποχή του τελευταίου σουλτάνου, του «αδικιωρισμένου» Αβδούλ Χαμίτ Β΄, «που-κακό-χρόνο-να ΄χει», και μας ξεναγεί στο στενό μικροαστικό περιβάλλον των ρωμιομαχαλάδων, όπου ο ελληνισμός προκόβει αλλά δεν συγχρωτίζεται ούτε με τη διανόηση ούτε με την οθωμανική ελίτ, ούτε και πολυασχολείται με την πολιτική.
Η μόνη αγριότητα που αναφέρεται στη Λωξάντρα είναι η πρώτη σφαγή Αρμενίων στην Πόλη, που οργάνωσε ο Χαμίτ το 1896- η μεγάλη έγινε από τους Νεότουρκους- σε μια εποχή που άλλαζε ο γεωπολιτικός χάρτης στα Βαλκάνια. Η Λωξάντρα κρύφτηκε στο υπόγειο του σπιτιού της και παρακολούθησε από εκεί τον διωγμό των γειτόνων της χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τα αίτιά του. Μέχρι τότε οι Τούρκοι ήταν για εκείνην «μια θεομηνία», που όμως την ξεχνούσε όταν ήταν να ψήσει καφέ στον νυχτοφύλακα τον Αλή ή στον Μουσταφά, τον αυγουλά της. Μέχρι τότε οι Ρωμιοί είχαν αρκετά προνόμια αλλά έμεναν εκτός του πολιτικού παιχνιδιού, σαν σε θερμοκήπιο.
Η Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989), πέτυχε ως συγγραφέας κάτι θαυμαστό: μπήκε στο πετσί της ανυποψίαστης ηρωίδας της και απέδωσε το τότε παρόν της χωρίς παράσιτα. Κατάφερε δηλαδή να αποστασιοποιηθεί από την εμπειρία των Σεπτεμβριανών και το ηλεκτρισμένο ελληνο-τουρκικό κλίμα της δεκαετίας του ΄60, το οποίο κυριαρχούσε την εποχή της συγγραφής του βιβλίου, και να δει τα ιστορικά γεγονότα που χρωμάτιζαν την εποχή των ηρώων της, με το δικό τους πνεύμα. Η πολιτική δεν είχε εισβάλει ακόμα στο σπίτι τους και ο φόβος δεν είχε εγκατασταθεί ακόμα στις καρδιές τους. Γι΄ αυτό η Λωξάντρα αντέχει στον χρόνο και ως ντοκουμέντο για τα ήθη και τη νοοτροπία του μέσου Ρωμιού μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο• ως ντοκουμέντο μιας ευφορικής καθημερινότητας (κείμενο Μικέλας Χαρτουλάρη, Βιβλιοδρόμιο, Τα Νέα).
Η ίδια λέει:
«Ξεκίνησα τη «Λωξάντρα» σαν ατζαμής, στα γηρατειά μου, και δεν ήξερα πώς ν' αρχίσω! Το 'παθα κι εγώ σαν τα παιδιά του σχολείου. Ο άντρας μου ήταν δάσκαλος και το είχε καημό που τα παιδιά δυσκολευόντουσαν να γράψουν έκθεση. "Γιατί, παιδί μου, δεν μπορείς να γράψεις;". "Δεν μπορώ ν' αρχίσω, κύριε, την αρχή δεν ξέρω!". "Ωραία, τότε θα σου δώσω μια συμβουλή: μην αρχίσεις από την αρχή, άρχισε από τη μέση". Λοιπόν, ακολούθησα τη συμβουλή του άντρα μου. Επιασα τη Λωξάντρα από τη μέση και την έβγαλα γριά στην πρώτη σελίδα. Ετσι έγινε η Λωξάντρα. Υστερα απ' αυτό μερακλώθηκα κι ήθελα να γράψω κι άλλο!»
«...Ο κόσμος πνίγηκε στο καυσαέριο, τον παραλογισμό και τη βαθυστοχασιά, επιθύμησε λίγο αέρα, απλότητα, χαρά ζωής, γέλιο, γαλήνη ψυχής και ανθρωπιά... επιθύμησα να διαβάσω κάτι για τη γλυκιά εποχή της Πόλης, έψαχνα να βρω βιβλία, δεν έβρισκα αυτό που ήθελα, δεν έβρισκα Πόλη, δεν έβρισκα τη γλύκα της Πόλης εκείνης της εποχής... όταν λαχταρώ κάτι και δεν καταφέρνω να το βρω, το δημιουργώ...».
Η ιστορία, διαθέτοντας έντονη εσωτερική συνοχή και θεματική αυτοτέλεια, πραγματεύεται ουσιαστικά τη ζωή της Λωξάντρας -γιαγιά της συγγραφέως-, ενώ η γραμμική αφήγηση διανύει μια χρονική απόσταση 40 ετών (1874-1914), που ολοκληρώνεται με τον θάνατο της πρωταγωνίστριας. Ισότιμη ωστόσο συμπρωταγωνίστρια αναδεικνύεται η Πόλη, που αποτελεί το περιβάλλον της Λωξάντρας, τη γενέθλια γη και το βασίλειό της. Η «Λωξάντρα» χαρακτηρίστηκε έργο «παρηγορητικό», που μεταδίδει στον αναγνώστη τη χαρά της ζωής, ένα αίσθημα αποδοχής και συνδιαλλαγής με την καθημερινότητα, τα στοιχεία δηλαδή εκείνα που χαρακτηρίζουν την πρωταγωνίστρια, την «αρχόντισσα» της Πόλης. Η Λωξάντρα υπομένει με στωική διάθεση τα ατυχή συναπαντήματα της μοίρας, ενώ αντιθέτως ανακαλύπτει την ευτυχία και απολαμβάνει την πληρότητα σε γεγονότα καθημερινά, που φαινομενικά δείχνουν ασήμαντα. Η «Λωξάντρα» κατακλύζεται από το χρώμα της Πόλης, τα αρώματά της, τα ανατολίτικα εδέσματα και τους ανθρώπους της, ένα ετερόκλιτο σύνολο πολυφυλετικής σύνθεσης, που παρελαύνει σαν σε γιορτή στις σελίδες του βιβλίου. Τα μυθοπλαστικά στοιχεία, αν και παρόντα, εντούτοις σπανίζουν, ενώ αντιθέτως ο βίος της Λωξάντρας συνοδεύεται από συχνές και σύντομες αναφορές ιστορικών γεγονότων, όπως η σφαγή των Αρμενίων, η συνθήκη του Αγ. Στεφάνου, η επανάσταση στο Γουδί, η εκλογική νίκη του Δηλιγιάννη και η μετέπειτα δολοφονία του κ.ά.
Η Μαρία Ιορδανίδου στο αδιαμφισβήτητο αριστούργημά της εμπερικλείει λογοτεχνική αρτιότητα και μαρτυρική αξία, συμπαρασύροντας τον αναγνώστη στη μαγική και νοσταλγική ατμόσφαιρα της Πόλης, μια εποχή μεταβατική και ολότελα χαμένη. Η «Λωξάντρα» αποτίνει φόρο τιμής στην ομώνυμη και εμβληματική ηρωίδα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί αυτοπροσδιορισμό της ίδιας της συγγραφέως, που τυγχάνει.
(κείμενο Δημήτρη Καπετανάκη)
Μερικά αποσπάσματα:
... τους γιατρούς και τα γιατρικά τα φοβότανε. Και ακόμα πιο πολύ φοβότανε τα γιατροσόφια της κόνα-Αννίκας, της πλάτρας. Από κατρουλιό αρσενικού παιδιού έκανε η κόνα-Αννίκα γιατρικό για τις χιονίστρες και για τα σκασίματα των χεριών. Από σκυλοκούραδο έκανε σκονάκια για το βήχα και τα φυσούσε μέσα στο λάρυγγα με καλαμάκι. Από ψόφια ποντίκια και λάδι έκανε ποντικαλοιφή, καλλυντικό για το πρόσωπο. Έκοβε το σιριλίκι, γήτευε την ιλαρά, σήκωνε τον αφαλό... και τι δεν έκανε η αδικιωρισμένη, αλλά η Λωξάντρα τη σιχαίνουνταν. Εκείνη είχε το μπαρμπέρη της, τον κυρ Αρτέμη. Όταν ένοιωθε βάρος στο κεφάλι της, τον φώναζε και της έβαζε βδέλλες. Ο κυρ Αρτέμης έβαζε και βιζικάντια και κοφτές βεντούζες, άνοιγε και φουντανέλες, έβγαζε και δόντια ...
... Μόνο ο θρυλικός Ναστρεντίν Χότζας τόλμησε ν’ ανέβει στο μιναρέ και να διαλαλήσει σε Δύση και σ’ Ανατολή πως εκείνος είναι ανώτερος απ’ τον Παντισάχ.
Τον πιάσανε, λέει, το Χότζα και τον πήγαν αλυσοδεμένο στον Καντή. Μα ο Χότζας επιμένει και ζητά να τ’ αποδείξει. Και ρωτάει τον Καντή:
-           Δε μου λες, ποιός είναι ανώτερός σου;
-           Ο υπουργός Δικαιοσύνης, του απαντάει ο Καντής.
-           Και πάνω από τον υπουργό ποιός είναι;
-           Ο Βεζίρης.
-           Και πάνω από το Βεζίρη;
-           Ο πολυχρονεμένος Παντισάχ !
-           Και πάνω από τον Παντισάχ;
-           Ο Προφήτης.
-           Και πάνω απ’ τον Προφήτη;
-           Ο Θεός !
-           Και πάνω απ’ το Θεό;
-           Πάνω απ’ το Θεό; Τίποτα.
-           Ε. Εγώ είμαι τίποτα ! λέει ο Χότζας...

21 Νοε 2012



Παρουσίαση μουσικής
292. Θα με θυμάσαι
ΚΑΨΑΜΕ ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΜΑΣ
Columbia, 1977

Η άγνωστη στους περισσότερους συνθέτις Ρίκα Δεληγιαννάκη γεννήθηκε το 1936 στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου και δραστηριοποιήθηκε για πολλά χρόνια μέσα στον μουσικό σύλλογο «Απόλλων». Συνέθεσε έργα για πιάνο, αλλά και τραγούδια για παιδιά και ενήλικες. Δίσκος της εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1977 με τη μελοποίηση της ποιητικής σύνθεσης "Κάψαμε τα καράβια μας" του συμπατριώτη της ποιητή Μηνά Δημάκη (1913-1980), που είχε γράψει το 1946.
Η παραγωγή από το Πολύτροπον ήταν του Μάνου Χατζιδάκι., ο οποίος και επέλεξε και τους τραγουδιστές τον Ευτύχιο Χατζηττοφή και την Φερενίκη Βαλαρή
Ενορχηστρωτής ήταν ο Βασίλης Τενίδης. Το συγκεκριμένο κομμάτι έχει τίτλο: «Θα με θυμάσαι»
Όταν ακούσεις βήματα στις μοναξιάς τους δρόμους,
θα με θυμάσαι.
Όταν τ’ αστέρια μες στα μάτια σου το μεσονύχτι καθρεφτίσεις,
θα με θυμάσαι.
Όταν φτερά μες στα όνειρά σου δεις,
θα με θυμάσαι.
Κι αν είναι κάποτε να κλαις,
θα με θυμάσαι.

15 Νοε 2012



Παρουσίαση μουσικής
291. Το κοπάδι
ΧΑΡΤΙΝΟ ΚΑΡΑΒΙ
ΕROS, 1995

12/13

Δίσκος με 13 συνθέσεις του Νότη Μαυρουδή, που ως γνωστόν φροντίζει την ευαισθησία των «παιδικών αυτιών» με όμορφα τραγούδια.
Το συγκεκριμένο κομμάτι, από τα λιγότερο γνωστά, έχει τίτλο «Το κοπάδι». Πρόκειται για έργο του αρχαίου Διότιμου, από την Παλατινή ανθολογία σε απόδοση Ηλία Πετρόπουλου. Ερμηνεύει η Μαρίνα Μανωλάκου με συνοδεία την χορωδία Τυπάλδου.
Σαν έπεσε το δειλινό,
μόνο του γύρισε από το βουνό
το κοπάδι μόνο του.
Μόνα τους μπήκαν στην αυλή
τα μοσχάρια σκεπασμένα
με πολύ χιόνι κατάλευκα.
Αλίμονο όμως και τρισαλί
ο θηρήμαχος κοιμάται σαν παιδί
για πάντα αιώνια,
αφού η ουράνια η φωτιά
τον χτύπησε κάτω απ΄ τη βαλανιδιά,
κοιμάται ο δόλιος.

9 Νοε 2012



Παρουσίαση μουσικής
290. Το ταμ-ταμ
ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΗΣ ΓΙΑ ΚΛΑΣΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ
ΜΒΙ, 1992

8/15

Ο θεσσαλονικιός κλασικός κιθαριστής Σπύρος Εξάρας διασκευάζει για κλασική κιθάρα κι ερμηνεύει ο ίδιος 15 γνωστά και άγνωστα τραγούδια του Κώστα Χατζή. Σε ορισμένα μάλιστα έχει προσθέσει και μικρή οργανική συνοδεία με κρουστά, φλάουτο και βιολοντσέλο. Τον συνοδεύουν οι μουσικοί: Γιάννης Κινίνης (φλάουτο), Λευτέρης Καλκάνης (τσέλο), Χρήστος Λιάτσος και Βλαδίμηρος Πέτσας (κρουστά). Όμορφη δουλειά, μάλλον άγνωστη στον πολύ κόσμο... δίνει μιαν άλλη διάσταση στις συνθέσεις του σπουδαίου τραγουδοποιού αναδεικνύοντας το γοητευτικό μελωδικό τους υπόβαθρο (κείμενο Δημήτρη Κωστούλα). Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι το γνωστό «Ταμ-ταμ».

4 Νοε 2012




Παρουσίαση μουσικής
289. Promenade on the water
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ
1992, LYRA

1/8

Με πρωτοβουλία του πρέσβη Αλέξη Ζακυθηνού εκδόθηκε ο δίσκος αυτός που καταγράφει δειγματοληπτικά το έργο μιας σειράς αξιόλογων Ελλήνων συνθετών που έζησαν και δημιούργησαν μακριά από την πατρίδα τους.
Ανθολογούνται οι:
Γιάννης Ξενάκης (1922-2001), γεννημένος στη Ρουμανία και εγκατεστημένος στη Γαλλία,
Δημήτρης Τερζάκης (1938), γιος του συγγραφέα Άγγελου Τερζάκη, που γεννήθηκε στην Αθήνα και ζει και δραστηριοποιείται στη Γερμανία,
Νικόλας Ρουσάκης (1934) στις Ηνωμένες Πολιτείες,
Δημήτρης Νικολάου από την την Κερατέα (1946), σήμερα Ιταλός υπήκοος,
Πέτρος Πλακίδης γεννημένος το 1947 στη Ρίγα της Λεττονίας, όπου κι εξακολουθεί να ζει,
Γιώργος Τσιλίκας, γεννημένος στο Μπουένος Άιρες το 1930,
Αλέξανδρος Χρυσανίδης γεννήθηκε στην Πετρίλα της Ρουμανίας το 1936, εγκατεστημένος στην Ολλανδία και ο παλαιότερος όλων
Camille Stamaty (1811-1870). Ο Camille-Marie Stamaty ήταν γιός έλληνα προξένου της Γαλλίας στη Ρώμη και γαλλίδας μονωδού. Υπήρξε μαθητής του Felix Mendelssohn και δάσκαλος του Camille Saint-Saens, αλλά και πολλών άλλων, αφού είχε τη φήμη περιζήτητου δασκάλου πιάνου στο Παρίσι. Σαν συνθέτης έγραψε σονάτες, μουσική δωματίου, κονσέρτα για πιάνο και άλλα έργα που παραμένουν εκτός του κλασσικού ρεπερτορίου σήμερα.
Την συγκεκριμένη βαρκαρόλα του 1870, τυπικό δείγμα της ρομαντικής σχολής, ερμηνεύει η Ντιάνα Βρανούση. (ένα συλλεκτικό έργο που ανακάλυψε ο Δ. Κωστούλας)