22 Ιουλ 2018





















Παρουσίαση μουσικής
424. Τραγούδι για καφενεία
ΣΑΝ ΞΑΦΝΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ
Δισκογραφικός Συνεταιρισμός Καλλιτεχνών, 1983

Ενδιαφέρον τραγούδι-ποταμός σε στίχους Μάνου Ελευθερίου & μουσική του συνθέτη Θέμη Ανδρεάδη, γνωστού περισσότερο για τα σατυρικά του έργα. Τραγουδούν ο Θέμης Ανδρεάδης και η Σοφία Μιχαηλίδου. Ο παραγωγός του δίσκου Νίκος Οικονόμου γράφει:
«Τα σατιρικά τραγούδια… είναι η γνωστή λίγο πολύ σε όλους μας πλευρά του Θέμη Ανδρεάδη. Το "Σαν ξαφνικό ταξίδι" είναι η άγνωστη πλευρά της ψυχής του. Είναι αυτό που τον εκφράζει, είναι ο λόγος που σταμάτησε να τραγουδά, είναι η ποίηση και αρμονία που έχει πάντα στην ψυχή του...»
Τραγούδι για καφενεία
Στα τζάμια τα θολά κεντάει τ’ αγιάζι
καράβια και πουλιά του ποταμού,
χρυσές κλωστές τον ύπνο μου σκεπάζει
με το βραχνό τραγούδι που στενάζει
για θάνατο κι αρρώστιες του συρμού.
Το φως ραγίζει μες στο παραθύρι
μα εσυ σαν σπίτι καίγεσαι παλιό
σε λένε Κώστα, Ιάκωβο κι Αργύρη
και πάνω σου τα χρόνια έχουν γείρει,
δελφίνι κεντημένο σε πηλό.
Απ’ τις παλιές γιορτές στη Μικρασία
κι από τους δρόμους που είδανε σφαγές
γυρνάς τον εαυτό σου στα πορνεία,
δεν έχει πια ζωή στα καφενεία
στον τόπο αυτό που γέμισε πληγές.
Η λάμπα γράφει κύκλους με σκοτάδι
κι η τράπουλα σαν ανοιχτή πληγή
μαρμαρωμένοι οι ναύτες ένα βράδυ
στον κήπο βγήκαν γύρω απ’ το πηγάδι
και χόρεψαν μαζί με την αυγή.
Τα χάρτινα πουλιά δε σε ξαφνιάζουν
μήτε το φως τη νύχτα που αγρυπνά
στα καφενεία μόνο σε τρομάζουν
καθρέφτες που ποτέ δε σε κοιτάζουν
με την πικρή αμαρτία που ξυπνά.
Ο ένας τοίχος κίτρινος σαν θειάφι
κι ο άλλος απ’ τον ήλιο βυσσινής
όπου ακουμπήσεις όμως δεν ξεβάφει,
παρά το άσπρο που έχουνε οι τάφοι
και δεν το συλλογίζεται κανείς.
Τα λόγια είναι παλιά μα είναι δικά μας
κι ο θάνατος δικός μας την αυγή
έναν καιρό θα γράψεις στη χαρά μας
και θα μετράς ξανά τον έρωτά μας
και θα κρατάς στα δόντια τη ζωή.
Η θάλασσα γυρίζει τον πνιγμένο
με δυο σπαθιά στα μάτια καρφωτά
μ’ αγέρα και βροχή σε περιμένω
και τα μαλλιά με θάνατο σ’ τα δένω,
απ’ τη στερνή σου εικόνα π’ αλυχτά.
Η μνήμη σ’ άλλη μνήμη σε γυρίζει
και ξέχασες τους δρόμους που περνάς,
νεράντζι και κυδώνι σού μυρίζει,
μα η Ρωμιοσύνη τώρα σε ποτίζει
χολή στους καφενέδες που γερνάς.
Κοιμήσου πια και γίνε σαν το στάχυ
δεν έφταιξες εσύ για τις φωτιές
θα σκοτωθούν πολλοί μέσα στη μάχη
κι όσοι δεν τρελαθούν θα ζουν μονάχοι
στα καφενεία και στις ρεματιές.