11 Ιαν 2010
Παρουσίαση βιβλίου
Κάτω από το βλέμμα του Βούδα
Περλ Μπακ
Εκδ. Γκοβόστης 1995
*Ο παλαιότερος και πιο αντιπροσωπευτικός τίτλος είναι
«Η καλή γη»
Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα κινέζικο χωριό των αρχών του 20ου αιώνα. Ένας γάμος με προξενιό ανάμεσα στον αγρότη Γουάνγκ Λουνγκ και την δούλα Ο-Λαν. Φτώχεια, οικογένεια, λοιμός, μετανάστευση, πόλεμος, σκληρή δουλειά και στο τέλος πλούτος. Από εκείνη τη στιγμή όμως αρχίζουν και τα προβλήματα. Αχαριστία του άντρα και κακο-μεταχείρηση της γυναίκας. Παρακμή των αξιών, παράλληλα με τον πλουτισμό.
Ακολουθεί άρθρο του Δημήτρη Γκιώνη στην Ελευθεροτυπία
Η Κίνα της Μπακ δεν είναι εκείνη των ειδυλλιακών τοπίων, του στοχασμού και των αυτοκρατόρων. Είναι βαθιά ρεαλιστική, ρημαγμένη από πλημμύρες, σαρωμένη από καταστροφικούς ανέμους, πληγωμένη από τους πολέμους. Και οι πράξεις των ηρώων της είναι ρυθμισμένες από αυστηρούς κανόνες: τις συνήθειες, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις κοινωνικές συνθήκες και τις μεταξύ τους σχέσεις. Κεντρικός άξονας, η κυριαρχική επίδραση της γης -της γης που τους θρέφει και στην οποία θα καταλήξουν.
Γεννήθηκε το 1892 στη Βιρτζίνια και πέθανε το 1973 σε ηλικία 61 ετών. Οι γονείς της, πρεσβυτεριανοί ιεραπόστολοι, πήγαν στην Κίνα ενώ η Περλ ήταν ακόμη μωρό. Έμαθε αγγλικά και κινεζικά και ανατράφηκε με συνομήλικά της κινεζάκια Σπούδασε στην Αμερική κι επέστρεψε στην Κίνα, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια αγγλικών. Το 1917 παντρεύτηκε τον αγρονόμο και ιεραπόστολο Τζον Μπακ, από τον οποίο χώρισε το 1934, για να παντρευτεί τον επόμενο χρόνο τον Νεοϋορκέζο εκδότη της Ρίτσαρντ Ουόλς. Έκτοτε εγκαταστάθηκε οριστικά στη Ν. Υόρκη.
Άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και άρθρα σχετικά με την Κίνα το 1923 και συνέχισε με μυθιστορήματα. Το 1932 της απονεμήθηκε το βραβείο Πούλιτζερ για το μυθιστόρημα «Η καλή γη» κι έξι χρόνια αργότερα το Νόμπελ. Εκτός από το συγγραφικό της έργο διακρίθηκε για τη κοινωνική και ανθρωπιστική της δράση. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δημιούργησε το Ίδρυμα Περλ Μπακ, με σκοπό τη βοήθεια και ανακούφιση παιδιών από ασιατικές χώρες και παιδιών διανοητικά καθυστερημένων.
Διαβάζοντας τα γλαφυρά βιβλία της, έχεις την αίσθηση ότι είναι γραμμένα από Κινέζο.
«Αυτό που όρισε τις λογοτεχνικές μου προσπάθειες είναι το κινεζικό και όχι το αμερικανικό μυθιστόρημα. Η πρώτη ιδέα για το τι είναι διήγημα, πώς λες και πώς γράφεις μια ιστορία, μου ήρθε από την Κίνα, και θα ήταν αχαριστία να μην το αναγνωρίσω», ομολογεί κατά την απονομή του Νόμπελ στη μακροσκελή ομιλία της, στην οποία έδινε μια σαφή εικόνα για την κινεζική λογοτεχνία.
«Στην Κίνα το μυθιστόρημα ούτε ήταν ούτε θεωρήθηκε ποτέ τέχνη κι ούτε ποτέ Κινέζος συγγραφέας είδε τον εαυτό του ως καλλιτέχνη», είπε ακόμη. Και: «Στην Κίνα η τέχνη και το μυθιστόρημα ήταν δύο τομείς απολύτως χωριστοί. Εκεί η λογοτεχνία ως τέχνη ανήκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία των γραμματισμένων. Ηταν μια τέχνη που την καλλιεργούσαν οι ίδιοι, σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες, την καλλιεργούσαν ο ένας για τον άλλο και δεν υπήρχε σ' αυτή θέση για το μυθιστόρημα».
Το κινεζικό μυθιστόρημα, θα διευκρινίσει στη συνέχεια, «γράφτηκε στο λαϊκό ιδίωμα γιατί οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν και το μυθιστόρημα έπρεπε να είναι γραμμένο έτσι ώστε, όταν διαβαζόταν φωναχτά, να είναι κατανοητό από πρόσωπα που μπορούσαν να επικοινωνήσουν μόνο μέσω του προφορικού λόγου. Σ' ένα χωριό δύο εκατοντάδων ψυχών ίσως μόνο ένας ήταν σε θέση να διαβάζει, και τις γιορτές ή τ' απογεύματα, όταν τελείωνε η δουλειά, διάβαζε στο λαό από κάποια ιστορία. Η αυγή του κινεζικού μυθιστορήματος άρχισε ακριβώς μ' αυτόν τον απλό τρόπο». Η αμοιβή του αναγνώστη ήταν κάποιες πενταροδεκάρες από τους ακροατές. Οι συγγραφείς των ιστοριών αυτών ήταν ανώνυμοι: «Μια ιστορία αναπτυσσόταν μέσα από διαδοχικές εκδοχές, σαν μια δομή πλασμένη από πολλά χέρια».
«Σ' αυτή την παράδοση του μυθιστορήματος γεννήθηκα και ανατράφηκα ως συγγραφέας. Γι' αυτόν το λόγο η φιλοδοξία μου δεν κατευθύνθηκε προς την ωραιολογία ή τη χάρη της τέχνης», βεβαιώνει η Μπακ. Και κάτι ακόμη: «Η θέση του μυθιστοριογράφου είναι στο δρόμο. Εκεί είναι ευτυχέστερος».
(Τα βιογραφικά της Μπακ και τ' αποσπάσματα από το λόγο της στη Σουηδική Ακαδημία είναι από το βιβλίο «Ένας αιώνας Νόμπελ», επιμέλεια Θανάσης Νιάρχος, εκδόσεις «Καστανιώτη»).
Κάτω από το βλέμμα του Βούδα
Περλ Μπακ
Εκδ. Γκοβόστης 1995
*Ο παλαιότερος και πιο αντιπροσωπευτικός τίτλος είναι
«Η καλή γη»
Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα κινέζικο χωριό των αρχών του 20ου αιώνα. Ένας γάμος με προξενιό ανάμεσα στον αγρότη Γουάνγκ Λουνγκ και την δούλα Ο-Λαν. Φτώχεια, οικογένεια, λοιμός, μετανάστευση, πόλεμος, σκληρή δουλειά και στο τέλος πλούτος. Από εκείνη τη στιγμή όμως αρχίζουν και τα προβλήματα. Αχαριστία του άντρα και κακο-μεταχείρηση της γυναίκας. Παρακμή των αξιών, παράλληλα με τον πλουτισμό.
Ακολουθεί άρθρο του Δημήτρη Γκιώνη στην Ελευθεροτυπία
Η Κίνα της Μπακ δεν είναι εκείνη των ειδυλλιακών τοπίων, του στοχασμού και των αυτοκρατόρων. Είναι βαθιά ρεαλιστική, ρημαγμένη από πλημμύρες, σαρωμένη από καταστροφικούς ανέμους, πληγωμένη από τους πολέμους. Και οι πράξεις των ηρώων της είναι ρυθμισμένες από αυστηρούς κανόνες: τις συνήθειες, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις κοινωνικές συνθήκες και τις μεταξύ τους σχέσεις. Κεντρικός άξονας, η κυριαρχική επίδραση της γης -της γης που τους θρέφει και στην οποία θα καταλήξουν.
Γεννήθηκε το 1892 στη Βιρτζίνια και πέθανε το 1973 σε ηλικία 61 ετών. Οι γονείς της, πρεσβυτεριανοί ιεραπόστολοι, πήγαν στην Κίνα ενώ η Περλ ήταν ακόμη μωρό. Έμαθε αγγλικά και κινεζικά και ανατράφηκε με συνομήλικά της κινεζάκια Σπούδασε στην Αμερική κι επέστρεψε στην Κίνα, όπου εργάστηκε ως καθηγήτρια αγγλικών. Το 1917 παντρεύτηκε τον αγρονόμο και ιεραπόστολο Τζον Μπακ, από τον οποίο χώρισε το 1934, για να παντρευτεί τον επόμενο χρόνο τον Νεοϋορκέζο εκδότη της Ρίτσαρντ Ουόλς. Έκτοτε εγκαταστάθηκε οριστικά στη Ν. Υόρκη.
Άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και άρθρα σχετικά με την Κίνα το 1923 και συνέχισε με μυθιστορήματα. Το 1932 της απονεμήθηκε το βραβείο Πούλιτζερ για το μυθιστόρημα «Η καλή γη» κι έξι χρόνια αργότερα το Νόμπελ. Εκτός από το συγγραφικό της έργο διακρίθηκε για τη κοινωνική και ανθρωπιστική της δράση. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δημιούργησε το Ίδρυμα Περλ Μπακ, με σκοπό τη βοήθεια και ανακούφιση παιδιών από ασιατικές χώρες και παιδιών διανοητικά καθυστερημένων.
Διαβάζοντας τα γλαφυρά βιβλία της, έχεις την αίσθηση ότι είναι γραμμένα από Κινέζο.
«Αυτό που όρισε τις λογοτεχνικές μου προσπάθειες είναι το κινεζικό και όχι το αμερικανικό μυθιστόρημα. Η πρώτη ιδέα για το τι είναι διήγημα, πώς λες και πώς γράφεις μια ιστορία, μου ήρθε από την Κίνα, και θα ήταν αχαριστία να μην το αναγνωρίσω», ομολογεί κατά την απονομή του Νόμπελ στη μακροσκελή ομιλία της, στην οποία έδινε μια σαφή εικόνα για την κινεζική λογοτεχνία.
«Στην Κίνα το μυθιστόρημα ούτε ήταν ούτε θεωρήθηκε ποτέ τέχνη κι ούτε ποτέ Κινέζος συγγραφέας είδε τον εαυτό του ως καλλιτέχνη», είπε ακόμη. Και: «Στην Κίνα η τέχνη και το μυθιστόρημα ήταν δύο τομείς απολύτως χωριστοί. Εκεί η λογοτεχνία ως τέχνη ανήκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία των γραμματισμένων. Ηταν μια τέχνη που την καλλιεργούσαν οι ίδιοι, σύμφωνα με τους δικούς τους κανόνες, την καλλιεργούσαν ο ένας για τον άλλο και δεν υπήρχε σ' αυτή θέση για το μυθιστόρημα».
Το κινεζικό μυθιστόρημα, θα διευκρινίσει στη συνέχεια, «γράφτηκε στο λαϊκό ιδίωμα γιατί οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να διαβάσουν και να γράψουν και το μυθιστόρημα έπρεπε να είναι γραμμένο έτσι ώστε, όταν διαβαζόταν φωναχτά, να είναι κατανοητό από πρόσωπα που μπορούσαν να επικοινωνήσουν μόνο μέσω του προφορικού λόγου. Σ' ένα χωριό δύο εκατοντάδων ψυχών ίσως μόνο ένας ήταν σε θέση να διαβάζει, και τις γιορτές ή τ' απογεύματα, όταν τελείωνε η δουλειά, διάβαζε στο λαό από κάποια ιστορία. Η αυγή του κινεζικού μυθιστορήματος άρχισε ακριβώς μ' αυτόν τον απλό τρόπο». Η αμοιβή του αναγνώστη ήταν κάποιες πενταροδεκάρες από τους ακροατές. Οι συγγραφείς των ιστοριών αυτών ήταν ανώνυμοι: «Μια ιστορία αναπτυσσόταν μέσα από διαδοχικές εκδοχές, σαν μια δομή πλασμένη από πολλά χέρια».
«Σ' αυτή την παράδοση του μυθιστορήματος γεννήθηκα και ανατράφηκα ως συγγραφέας. Γι' αυτόν το λόγο η φιλοδοξία μου δεν κατευθύνθηκε προς την ωραιολογία ή τη χάρη της τέχνης», βεβαιώνει η Μπακ. Και κάτι ακόμη: «Η θέση του μυθιστοριογράφου είναι στο δρόμο. Εκεί είναι ευτυχέστερος».
(Τα βιογραφικά της Μπακ και τ' αποσπάσματα από το λόγο της στη Σουηδική Ακαδημία είναι από το βιβλίο «Ένας αιώνας Νόμπελ», επιμέλεια Θανάσης Νιάρχος, εκδόσεις «Καστανιώτη»).