31 Δεκ 2016

Παρουσίαση βιβλίου
Έχων σώας τας φρένας
Χιόνης Αργύρης
Εκδ. Κίχλη, 2016











Ο Αργύρης Χιόνης πέθανε. Απίστευτο και όμως λυπητερά πραγματικό. Μόνη μικρή παρηγοριά η τελευταία του γραφή, που ευτυχώς εκδόθηκε, για να μπορέσουμε να ρουφήξουμε μια στάλα καλή τέχνη του λόγου στην έρημο της συγγραφικής ανίας.
Το παρόν βιβλίο απαρτίζεται από εννέα διηγήματα, στα οποία κυριαρχούν -μόνα τους ή σε συνδυασμό- αυτοβιογραφικά, μυθοπλαστικά και ψευδοδοκιμιακά στοιχεία. Κοινό τους θέμα είναι -σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα- "το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής". Τα διηγήματα, γραμμένα με παιγνιώδη και ενίοτε παρωδιακή διάθεση, ακολουθούνται από σημειώσεις, οι οποίες εντάσσονται αφηγηματικά στο κείμενο με τρόπο που θυμίζει κάποτε τον Μπόρχες. Ωστόσο, τα παιγνιώδη στοιχεία λειτουργούν συνειδητά ως αντίβαρο στο υπαρξιακό βάθος. Όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας: "Επειδή το θέμα του βιβλίου είναι αρκετά βαρύ ή, μάλλον, δυσβάστακτο, το ύφος είναι, συχνά, παιγνιώδες, ώστε να μη βαρύνεται η ψυχή όχι μόνο του αναγνώστη αλλά και του ίδιου του συγγραφέα".
«Ένας στίχος του Αργύρη Χιόνη αρκεί για να συνοψίσει την ουσία της προσπάθειάς του στα χρόνια που επίμονα καλλιεργούσε την ποίηση, ως γραφή αλλά και ως τρόπο, τρόπο να θεάται κανείς τη ζωή και να την κατανοεί για να μπορέσει να την ζήσει: «Η ποίηση πρέπει να ’ναι», έγραφε, «ένα ζαχαρωμένο βότσαλο./ Πάνω που θα ’χεις γλυκαθεί/ να σπας τα δόντια σου». Τέτοια ήταν η ποίησή του, τέτοια και η πεζογραφία του: ηδύβρωτα κείμενα μ’ ένα πικρό κουκούτσι στον πυρήνα τους. Κάφκα και Μπέκετ για το παράλογο και μάταιο της ύπαρξης, Καρυωτάκης για τον δριμύ σαρκασμό –κατά πάντων, αλλά κυρίως κατά εαυτού–, Μπόρχες για την αδιάκοπη διανοητική περιδίνηση, Καβάφης για τη θαυμαστή ακρίβεια της γλώσσας παρά την ασπαίρουσα πληθωρικότητά της, είναι οι πνευματικοί πατέρες αυτού του κατ’ εξοχήν υπαρξιακού συγγραφέα που έφυγε νωρίς, αλλά, πέντε κιόλας χρόνια μετά τον θάνατό του, εξακολουθεί να μας ευφραίνει με τα κείμενά του «εκείθεν του τάφου», χάρη στην ακαταπόνητη προσπάθεια και την αγαπητική μέριμνα της εκδότριάς του Γιώτας Κριτσέλη.
Η ανά χείρας συλλογή περιέχει εννέα αφηγήματα, φλογισμένα από τον πυρετό της ύπαρξης. Ωστόσο, αν και δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας παραδίνεται σύγκορμος στο ρίγος του, ξέρει να μετριάζει με παιγνιώδη αψηφισιά την έντασή του. Πηγαίος λυρισμός και θυμόσοφη διάθεση, ιδιοφυής αξιοποίηση του μεταφυσικού στοιχείου, ασυγκράτητη λεκτική ευφορία, λοξός στοχασμός και μαζί πειρακτική σκανδαλιά που αποσκοπεί στον αιφνιδιασμό του αναγνώστη, προσδίνουν σ’ αυτά τα πεζά μια βαθιά αινιγματική χάρη. Ο Χιόνης ανακατεύει τα είδη, δοκιμάζει τη γλώσσα, παίζει με τις συνηχήσεις, τις παρηχήσεις και τις ομόηχες λέξεις, επιδίδεται σε αναγραμματισμούς και υπαινικτικά λογοπαίγνια, διασκεδάζει με τις μεταφορές, κατά καιρούς επιστρατεύει το μέτρο και τις εσωτερικές ομοιοκαταληξίες για να κάνει ακόμη πιο δραστική την ειρωνεία, και παρότι καυστικός, επίμονα αντιστέκεται στην αποψίλωση του αισθήματος. «Ακίνητος δρομέας» (τίτλος που είχε διαλέξει για μια παλιότερη συλλογή του), ενίοτε νοσταλγός των μεγάλων αποστάσεων που άλλοτε διένυε, μα πλέον πιστός στην ηρακλείτεια ρήση «Οδός άνω κάτω μία και αυτή», μαστιγώνει τις λέξεις για να κινηθούν, δεν τις αφήνει ποτέ σε ησυχία. Γι’ αυτό, αν και ο ίδιος κάποια στιγμή «έκοψε μαχαίρι τα ταξίδια», οι λέξεις του παραμένουν δρομαίες.»

Σ’ όλο του το έργο, ο Αργύρης Χιόνης μετεωρίζεται πάνω από τον «ανελέητο κόσμο της λογικής» και τον αναποδογυρίζει. Εδώ, δίνοντας ψήγματα μιας οιονεί αυτοβιογραφίας, ανοίγει την πόρτα της παιδικής ηλικίας στα αλλοτινά Σεπόλια όπου μεγάλωσε, με τις αλάνες τους, το κατηχητικό και το ποδόσφαιρο, και το θυρόφυλλο της ώριμης ηλικίας στη γόνιμη μόνωση της ορεινής Κορινθίας· αφηγείται, συχνά με βέβηλο χιούμορ και μπορχεσιανή ευρηματικότητα, εξωφρενικά παραμύθια ακολουθώντας την παράδοση των ανατολίτικων διδακτικών μύθων («Το Δούρειον θήλυ»)· γράφει, συχνά με παρωδιακή διάθεση, ψευδοδοκίμια (για το τετράποδο τραπέζι, για τα κόλλυβα) και σύντομες πραγματείες (μια ιδιοφυή «γαλοψυχολογική» προσέγγιση π.χ. της συμπεριφοράς της γάτας του, της Φρόσως). Ως και οι σημειώσεις του μπορούν να διαβαστούν σαν λογοτεχνικοί υπαινιγμοί. Αλλά το πιο σπαρακτικό κείμενο του βιβλίου («Τότε που η Χίμαιρα») είναι αφιερωμένο στην ανεπούλωτη πληγή, που οι νυγμοί της αφυπνίζουν σαν βουκέντρα τη συγγραφική συνείδηση. Ο Χιόνης της δίνει όνομα (Χίμαιρα) και μορφή: την παρουσιάζει σαν ένα υβριδικό, άσχημο ζώο, που ο συγγραφέας βρήκε αιμόφυρτο κάτω από τη μουσμουλιά του κήπου του, το φρόντισε, το θεράπευσε, κι εκείνο έγινε αφοσιωμένο και απαιτητικό, ταγμένο να συντροφεύει στην περιπέτεια της συγγραφής τον ποντοπόρο, μέσα στην ηθελημένη ακινησία του, τον περιπλανώμενο στα πελάγη της γλώσσας, Οδυσσέα-Χιόνη. Όταν μια νύχτα η πιστή του συντρόφισσα βγαίνει αναπάντεχα από τη ζωή του, όταν την χάνει, τα ποιήματά του γίνονται «άψυχα ξύλα»· και τότε, το μόνο που του απομένει είναι «να σηκώνεται τα ξημερώματα, γυμνός, ξυπόλυτος, και να προστρέχει εκεί, στη μουσμουλιά, με την ελπίδα να ξαναβρεί εκείνη την αιμάσσουσα πληγή, τη χίμαιρα της ζωής του». Μια θαυμαστή αλληγορία για το τραύμα, που μετουσιώνεται σε δημιουργία (Καθημερινή, Κατερίνα Σχινά).