30 Απρ 2013
Παρουσίαση βιβλίου
Πουλάμε τη ζωή, χρεώνουμε τον θάνατο
Δημητρούκα Αγαθή
Εκδ. Πατάκη, 2010
Βαρβαρότητα και ανθρωπιά, φτώχεια και μεγαλείο, ηρωισμός και
όνειρο καθορίζουν τη μοίρα ενός μικρού κοριτσιού από κάποιο χωριό της
Αιτωλοακαρνανίας, το οποίο, φτάνοντας στην εφηβεία, κατορθώνει να ξεφύγει από
τον κλοιό της ελληνικής επαρχίας των δεκαετιών '60-'70 και να βρει τη ζωή στην
Αθήνα, πλάι στον ποιητή Νίκο Γκάτσο και ανάμεσα σε προσωπικότητες που
σηματοδοτούν την πνευματική και πολιτιστική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας.
Η συγγραφέας, πενήντα δύο χρόνων σήμερα, προσπαθώντας να
ανασυνθέσει την ταυτότητά της µε ποιητικό ρεαλισμό, αυτοαναλύεται χωρίς ίχνος
μελοδραματισμού ή σκανδαλοθηρίας σ' ένα κείμενο γραμμένο µε μιαν ανάσα, για να
διαβαστεί επίσης µε μιαν ανάσα, όπου ο πεζός λόγος εναλλάσσεται µε στίχους
τραγουδιών, ποιήματα, θεατρικούς μονολόγους και διαλόγους προσώπων υπαρκτών, µη
επινοημένων.
"Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο μου που απευθύνεται σε
ενήλικες αναγνώστες, οι οποίοι εύκολα θα αντιληφθούν ότι χρησιμοποιώ τη ζωή
μου, παρ' όλες τις τραγικές αντιθέσεις της, ως αφορμή για να μεταφέρω βιωμένες
μνήμες καθώς και δανεισμένες, για να καταθέσω μαρτυρίες αλλά και συναισθήματα
και για να αποδώσω ατμόσφαιρες χωρίς παραμορφώσεις απ' τον χρόνο. Το προσωπικό
μου όφελος; Ώσπου να κλείσουν οι δύο μήνες της συγγραφής, αισθάνθηκα την ψυχή
μου να μαλακώνει, την ανάσα μου να δυναμώνει και να βρίσκω το πολύτιμο σθένος
να αντισταθώ, μαζί με όσους αντιστέκονται, σε όλα αυτά που μας κάνουν να
πουλάμε τη ζωή και να χρεώνουμε τον θάνατο, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τι
μένει."
"Δεκαεννιά χρόνια μετά, η Αγαθή Δημητρούκα ακόμα δεν
αναφέρεται σ' εκείνη τη μέρα (του θανάτου του Νίκου Γκάτσου). Προτιμά να γράψει
δυο λόγια παρηγοριάς που της «είπε» ο Γκάτσος λίγους μήνες μετά, στο όνειρό
της. Αλλά και όλα όσα γράφει για την κοινή ζωή τους, κοντά είκοσι χρόνια,
επίσης δεν θυμίζουν συνηθισμένη βιογραφία. Αντί να παρουσιάσει ένα βιβλίο
δηλωμένα αφιερωμένο στον Γκάτσο, η ποιήτρια και μεταφράστρια που ταυτίστηκε
μαζί του προτίμησε μια δική της «μυθιστορηματική αυτοβιογραφία».
Είχε ρίσκο η επιλογή της. Αν και οι στίχοι του σε μουσική
των κορυφαίων συνθετών μας έχουν τραγουδηθεί από εκατομμύρια Ελληνες κι έχουν
ακουστεί από τη φωνή της Νάνας Μούσχουρη σ' όλο τον κόσμο, ο Γκάτσος παρέμεινε
ηθελημένα ένας «άγνωστος». Δεν έδινε συνεντεύξεις, δεν εξήγησε ποτέ γιατί δεν
εξέδωσε άλλο ποιητικό έργο μετά την «Αμοργό» κι ούτε ποιος ήταν «ο Γιάννης ο
φονιάς» ή η «Περιμπανού». Ομως η Δημητρούκα διακινδύνευσε να μιλήσει για κείνον
μεσ' από τη δική της ιστορία ξετυλίγοντας τα δύσκολα παιδικά της χρόνια σ' ένα
χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, την καταφυγή στα πρώτα διαβάσματα κι ακούσματα, από
τα δημοτικά τραγούδια ώς τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου και το κόκκινο βιβλιαράκι
του Μάο. Ως τη στιγμή που, διαπιστώνοντας ότι τη μετάφραση του «Ματωμένου
γάμου» και τους στίχους των αγαπημένων της τραγουδιών υπογράφει ο ίδιος
άνθρωπος, τηλεφώνησε γεμάτη θαυμασμό στον Γκάτσο.
Μια επικοινωνία ξεκίνησε τότε. Μετά το τρίτο τηλεφώνημα, ο
ποιητής έστειλε στη φιλομαθή μαθήτρια δίσκους, βιβλία, μια πένα και ελβετικές
σοκολάτες και αργότερα επισκέφθηκε ο ίδιος την οικογένειά της. «Άργησες είκοσι
χρόνια!» της είπε όταν εκείνη ήρθε στην Αθήνα να τον δει. «Μάλλον έπρεπε να
ήμουν εγώ είκοσι χρόνια νεότερος». Όμως μια ιδιαίτερη σχέση είχε αρχίσει να
στεριώνει.
Η Δημητρούκα αφηγείται με ειλικρίνεια, παραστατικότητα και
χιούμορ πώς μπήκε στην ιστορική παρέα του «Φλόκα» προσπαθώντας να μιμηθεί τους
άλλους για να μην εκτεθεί «ως ανίδεη και ανόητη χωριατοπούλα». Πώς
παρακολουθούσε προσεκτικά αλλά κι αχόρταγα τις συζητήσεις με τον Ελύτη «για
ποίηση, για ποιητές και για παλιές συνήθειες, κορίτσια και ρουλέτες», αλλά και
τ' αθυρόστομα αστεία με τους νεότερους, τον Ξαρχάκο, τον Μούτση και τον Κηλαηδόνη,
που ο Χατζιδάκις δήθεν κάθε τόσο επανέφερε στην τάξη. Αυτή η ασυνήθιστη
καθημερινότητα περιείχε και ανεπιτήδευτα μαθήματα στιχουργικής που ήταν
ουσιαστικά μαθήματα σκέψης και ζωής.
Τα χρόνια περνούσαν, το αγρίμι των πρώτων σελίδων είχε βρει
ταυτότητα, αλλά ο χρόνος παίζει το δικό του παιχνίδι: στον νέο προσφέρει
ωριμότητα, στον ώριμο επιφυλάσσει τη φθορά. Κι αυτή, ωστόσο, καταγράφεται εδώ
με ειλικρίνεια. Οι ιστορίες για στίχους με παράξενη γοητεία και για γάτες με
παράξενα ονόματα, τον Κούνελο, την Καλημέρα και τον Τουπαμάρος, εναλλάσσονται
αρμονικά, όπως η βαρύτητα και η ελαφρότητα. Συναισθηματική, αλλά ποτέ
μελοδραματική, αποκαλυπτική αλλά ποτέ αδιάκριτη, η Δημητρούκα κερδίζει το
στοίχημα της επιλογής της εξομολογούμενη με αγάπη και σεβασμό τον τρόπο με τον
οποίο έμαθε πλάι στον Γκάτσο να ζει ποιητικά την καθημερινότητα και καθημερινά
την ποίηση". (κείμενο
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ).