Ο γέρος και η θάλασσα
Εκδ. Ζαχαρόπουλος 1999
Μερικά αποσπάσματα:
... γιατί τάχα οι γέροι να ξυπνάνε τόσο πρωί; Μήπως γιατί τους έμεινε λίγη ζωή, και πρέπει να χαρούνε τη μέρα; ...
... κάμποσοι ψαράδες νεαροί ... τη λέγαν el mar τη θάλασσα, την έκαναν αρσενικιά πάει να πει. Μιλούσανε γι αυτή σαν ... για έναν εχθρό. Όμως ο γέρος τη σκεφτότανε πάντα, σαν να ήτανε θηλυκιά, la mar, & σαν κάτι που πρόσφερε μεγάλες χαρές, κι αν αγρίευε & γινότανε πονηρή, ήτανε γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το φεγγάρι την πλανεύει και τη γυναίκα, σκεφτότανε ...
... Πως είσαι τώρα, χέρι; Ρώτησε το μουδιασμένο μπράτσο του, που ήτανε ξερό κι αλύγιστο, σχεδόν σαν χέρι νεκρού. Θα φάω λίγο παραπάνω για σένα ...
... Λυπότανε το μεγάλο ψάρι, που δεν είχε τίποτα να φάει, και η απόφασή του καθόλου δε λιγόστεψε τη λύπη του για κείνο. Πόσοι άνθρωποι θα φάνε απ’ αυτό σκέφτηκε. Τ’ αξίζουν όμως να φάνε τέτοιο ψάρι; Όχι βέβαια, όχι. Δεν υπάρχει κανένας που να αξίζει να φάει τέτοιο ψάρι, με τέτοια συμπεριφορά και τόση αξιοπρέπεια ...