18 Ιαν 2009

Παρουσίαση βιβλίου
Ο κόσμος της Σοφίας
Jostein Gaarder
Εκδ. Λιβάνης 1994

Σίγουρα όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή έχουμε περάσει ή θα περάσουμε από μία περίοδο της ζωής μας κατά την οποία θα αναρωτηθούμε και θα θελήσουμε να ανακαλύψουμε ποιοι είμαστε, από πού προήλθαμε, πώς και γιατί ....
Ο Νορβηγός συγγραφέας του βιβλίου «Ο Κόσμος της Σοφίας» Jostein Gaarder, είναι καθηγητής φιλοσοφίας. Γνωρίζοντας καλά την ανάγκη του ανθρώπου για γνώση και ιδιαίτερα τα επίμονα εφηβικά ερωτήματα, μας παρουσιάζει την ιστορία της φιλοσοφίας μέσα από ένα καταπληκτικό μυθιστόρημα. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το μυθιστόρημα έχει ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι, η Σοφία. Όπως κάθε έφηβος, έτσι και εκείνη θεωρεί τη ζωή της ανιαρή μέχρι να αρχίσει να λαμβάνει ανώνυμες επιστολές με απλά ερωτήματα για την καθημερινότητά της, τα οποία θα αποδειχθεί ότι έχουν βαθύτατες έννοιες και θα την οδηγήσουν στο «παιχνίδι» της φιλοσοφίας. Σκοπός του «παιχνιδιού» είναι να βρει τις απαντήσεις που χρειάζεται, για να μάθει από πού και γιατί δημιουργήθηκε ο κόσμος στον οποίο ανήκει. Ταξιδεύει μέσα στο χρόνο από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας ως το σήμερα. Συναναστρέφεται με φιλοσόφους, μαθαίνει απόψεις και γεγονότα, τα οποία ενώ τώρα θεωρούνται αυτονόητα, κάποτε υπήρξαν υπέρλογα. Μαθαίνει επίσης ότι υπήρξαν άνθρωποι που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για να υποστηρίξουν τα «πιστεύω» τους, τα οποία ταυτίζονται με τα σημερινά δεδομένα και μας υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος εξελίσσεται μέρα με τη μέρα, καθώς και ότι αυτό θα συμβαίνει μέχρι να επέλθει το τέλος του είδους του.Πρόκειται για ένα υπέροχο βιβλίο που χαρίζει στον καθένα μας ένα τέτοιο ταξίδι γνώσης και φαντασίας με «ανοιχτό» εισιτήριο, έτσι ώστε να ταξιδέψουμε όποτε θέλουμε και όσες φορές επιθυμούμε. Επιπλέον, μας προσφέρει τη δυνατότητα να «συμφιλιωθούμε» με τον εαυτό μας σε επίπεδο αναγνώρισης, καθώς και να καταλάβουμε τα πολύ λεπτά σύνορα μεταξύ συνειδητού, υποσυνείδητου και ασυνείδητου. Θα μας δοθεί βοήθεια στο να επιλέξουμε το δρόμο που θα ακολουθήσουμε για να βρούμε τις δικές μας απαντήσεις.Γνωρίζοντας, λοιπόν, την ιστορία μας και, συνεπώς, όλα αυτά που έπραξαν κάποιοι, πριν τόσα χρόνια, για να ζούμε εμείς σε έναν καλύτερο κόσμο, μας δίνει σίγουρα δύναμη και θέληση για να αντιμετωπίσουμε το αύριο. Τέλος, αν υπάρχουν κάποιοι με τον απαραίτητο ζήλο για να ακολουθήσουν το παράδειγμα εκείνων που τόσο πάλεψαν, θα ήταν φρόνιμο να το πραγματοποιήσουν για να μπορέσουμε να αφήσουμε και εμείς κάτι σε αυτούς που θα μας «διαδεχθούν».
Κείμενο του «TheOne» από την «e-bibliothiki»
Ένα απόσπασμα:
Όταν ο Φάουστ πεθαίνει -και κοιτάζει πίσω, όλη του τη ζωή-, λέει θριαμβευτικά:
Μείνε λοιπόν, είσαι τόσο όμορφη!
Δεν μπορεί το χνάρι της ζωής μου στη γη
να χαθεί, να σβήσει μέσα στους αιώνες.
Είναι τόση η ευτυχία που με περιμένει,
που από τώρα νοιώθω τη γλύκα της στα χείλη μου.
.... Δεν προλαβαίνει καλά-καλά να ξεψυχήσει ο Φάουστ κι ο Μεφιστοφελής λέει:
Πάνε όλα! Περασμένα ξεχασμένα!
Τι κουταμάρες, όλα το ίδιο, όλα ένα!
Γιατί κοπιάζουμε χωρίς σταματημό,
γιατί συνέχεια δουλεύουμε και φτιάνουμε,
αφού στο τέλος, πάλι όλα τα χαλάμε,
τα σπάμε, τα πετάμε στον γκρεμό;
Πάνε όλα! Τι ψάχνει πια να βρει;
Έζησε; Μοιάζει πως όχι. Ποιός να θυμηθεί;
Κι όμως, όλα ζούνε και γυρίζουν στον καιρό,
γι αυτό κι εγώ διαλέγω το αιώνιο κενό.
Άλλο απόσπασμα:
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια σαρανταποδαρούσα που ήξερε να χορεύει υπέροχα με τα 40 ποδαράκια της. Κάθε φορά που χόρευε μαζεύονταν γύρω της όλα τα ζώα του δάσους για να τη θαυμάσουν. Κι όλα ήταν γοητευμένα από την τέχνη της. Μόνο ένα ζώο δεν άντεχε το χορό της, το βατράχι... Πως να κάνω να σταματήσει η σαρανταποδαρούσα το χορό; Σκεφτόταν. Δεν μπορούσε όμως να πει ότι ο χορός της δεν του άρεσε και δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι το ίδιο χόρευε καλύτερα, γιατί κανείς δεν θα το πίστευε. Με τα πολλά, σκέφτηκε ένα πραγματικά διαβολικό σχέδιο. Κάθισε και έγραψε στην σαρανταποδαρούσα ένα γράμμα. Ω ασύγκριτη χορεύτρια σαρανταποδαρούσα ... είμαι ένας ταπεινός θαυμαστής της εξαίσιας χορευτικής σου τέχνης και πολύ θάθελα να μάθω πως ακριβώς χορεύεις. Σηκώνεις πρώτα το αριστερό πόδι υπ’ αριθμόν 27 και ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμόν 12; Ή αρχίζεις το χορό σηκώνοντας το δεξί πόδι υπ’ αριθμόν 33 κι ύστερα το δεξί πόδι υπ’ αριθμόν 39; Περιμένω με ανυπομονησία την απάντησή σου. Με όλη μου την αγάπη το βατράχι. Μόλις η σαρανταποδαρούσα πήρε το γράμμα αυτό, άρχισε να σκέφτεται, για πρώτη φορά στη ζωή της, πως ακριβώς χόρευε. Ποιό πόδι σήκωνε πρώτο; Ποιό πόδι ερχόταν δεύτερο; Και τι φαντάζεσαι πως έγινε στη συνέχεια;
Νομίζω ότι δεν ξαναχόρεψε ποτέ πια
Ναι, αυτό ήταν το τέλος. Αυτό συμβαίνει όταν η σκέψη πνίγει την φαντασία...